Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Παρεξηγήσεις σχετικά με το διεθνές εμπόριο. Του Νίκου Προγούλη



του Νίκου Προγούλη
 
                        “…οι δεσμοί της υποτέλειας έχουν δημιουργηθεί από την αλληλεξάρτηση     μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αδύνατο να υποδουλώσεις άνθρωπο χωρίς προηγούμενα να τον βάλεις σε τέτοια θέση που να μην μπορεί να επιβιώσει χωρίς κάποιον άλλο.”
                                     J.J. Rousseau, (1753).  Πραγματεία περί της καταγωγής και των                                           θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους.

Το ζήτημα του διεθνούς εμπορίου, (ΔΕ), όπως θα το προσεγγίσουμε εδώ, δεν είναι ένα θεωρητικό ζήτημα. Μέσω του ΔΕ γίνεται ένας ασύμμετρος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας ο οποίος, κατά τη γνώμη μας, είναι η κύρια αιτία του σημερινού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα μαζί με άλλες χώρες της περιφέρειας.
 
Ειδικότερα, θα υποστηρίξουμε ότι το ελεύθερο διεθνές εμπόριο είναι ολέθριο για τις αδύναμες οικονομικά χώρες, (όπου “ελεύθερο διεθνές εμπόριο” σημαίνει την απουσία συμφωνιών ή άλλων εργαλείων που θα διατηρήσουν μια ισορροπία).

Το εμπόριο, σε γενικές γραμμές, είναι αμοιβαία επωφελές όταν δύο μεριές μπορούν να ανταλλάξουν η κάθε μια, κάτι που της περισσεύει, με κάτι που της λείπει. Είναι τελείως διαφορετικό το να ενταχθεί μια χώρα σε μια ανταγωνιστική υπερεθνική παραγωγική αλυσίδα από την οποία εξαρτάται η επιβίωσή της και την οποία δεν ελέγχει!

Αυτή η αρνητική, για τις αδύναμες χώρες εξέλιξη, δεν πρέπει να θεωρείται έκπληξη:
Συχνά στην ιστορία, αλλά ειδικότερα από τον 16ο αιώνα και μετά, το ΔΕ, αν και ήταν πολύ διαφορετικό από ότι σήμερα, έπαιρνε επεκτατική μορφή, και είτε υποκαθιστούσε τον πόλεμο, είτε, συχνότερα, συμπληρωνόταν από αυτόν.

Μια οικονομία που ανοίγεται σε ελεύθερο εμπόριο με άλλες ισχυρότερες από αυτήν, είναι σαν να μπαίνει σε έναν άνισο πόλεμο τον οποίο με βεβαιότητα θα χάσει.
Στο φως αυτών των διαπιστώσεων, η συμμετοχή των αδύνατων οικονομικά χωρών σε υπερεθνικούς εμπορικούς οργανισμούς και οικονομικές ενώσεις με άλλες χώρες, όπως η ΕΕ, όπου κυριαρχεί το ελεύθερο εμπόριο, είναι κατανοητή μόνο ως επιβεβλημένη από εκείνους που ωφελούνται. Είναι αδύνατη η αντιστροφή της σημερινής κατάρρευσης, χωρίς τον απεγκλωβισμό από αυτούς τους οργανισμούς.

Τα παραπάνω θα υποστηριχθούν σε 10 μικρές ενότητες:

1. Η Θεωρία του διεθνούς εμπορίου
2. Διακρατικό εμπόριο VS ελεύθερο διεθνές εμπόριο.
3. Άλλα προβλήματα της θεωρίας
4. Πως μπαίνει στο παιχνίδι το χρέος
5. Εμπόριο VS ανταγωνιστικό εμπόριο
6. Οι πάγιες επιδιώξεις της εμπορικής αστικής τάξης
7. Ποιος ωφελείται από το ΔΕ
8. Το γενικότερο αδιέξοδο
9. Το μπέρδεμα της αριστεράς: Διεθνιστική αριστερά VS εθνικιστική δεξιά
10. Συμπεράσματα


1. Η θεωρία του διεθνούς εμπορίου (απόλυτο και συγκριτικό πλεονέκτημα).

Η κυρίαρχη αντίληψη, τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και σε εκείνους εκπονούν τις οικονομικές πολιτικές, είναι ότι όλοι βγαίνουν κερδισμένοι από το διεθνές εμπόριο, κι έτσι δίνουν έναν διαρκή “αγώνα εναντίον του προστατευτισμού”.  Πίσω από αυτή την αντίληψη υπάρχει μια θεωρία.
Ας δούμε τι λέει με ένα παράδειγμα:
Για διάφορους λόγους, μια χώρα, (π.χ.  η Ελλάδα), μπορεί με ένα ορισμένο ποσό πόρων να παράξει μεγαλύτερη ποσότητα ενός αγαθού, (π.χ. τροφίμων), από ότι μπορεί να παράξει με τους ίδιους πόρους μια άλλη χώρα, (π.χ. η Γερμανία). Αντίστοιχα, η άλλη χώρα, δηλαδή η Γερμανία, με ένα ορισμένο ποσό πόρων, μπορεί να παράξει μεγαλύτερη ποσότητα ενός άλλου αγαθού, (π.χ. μηχανημάτων), από ότι η Ελλάδα.
Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι η Ελλάδα έχει απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή τροφίμων, και  Γερμανία στην παραγωγή μηχανημάτων. Συμφέρει και τις δύο χώρες να στρέψουν τη παραγωγή τους εκεί που η καθεμία έχει πλεονέκτημα, και στη συνέχεια να ανταλλάξουν τα προϊόντα που τους περισσεύουν.

Υπάρχει και μια ισχυρότερη εκδοχή της θεωρίας:
Έστω ότι η Ελλάδα υπολείπεται στην παραγωγή και των δύο αγαθών της Γερμανίας. Δηλαδή, χρειάζεται περισσότερους πόρους για να παράξει την ίδια ποσότητα και τροφίμων αλλά και μηχανημάτων από όση χρειάζεται η Γερμανία.
Όμως, η Ελλάδα ενώ στα μηχανήματα υπολείπεται πολύ, στα τρόφιμα υπολείπεται λιγότερο.
Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή τροφίμων. Συμφέρει πάλι και τις δύο χώρες να στρέψουν τη παραγωγή τους εκεί που η καθεμία με κάποιον τρόπο πλεονεκτεί, και στη συνέχεια να ανταλλάξουν τα προϊόντα που τους περισσεύουν.
Αν δεν το κάνουν τότε θεωρείται ότι υπάρχει ένα “κόστος”, που μετράται με το πόσο θα μεγάλωνε η συνολική παραγωγή των δύο αγαθών και στις δύο χώρες, αν αυτές εξειδικεύονταν και στη συνέχεια αντάλλασσαν τα προϊόντα τους.

Με αυτή τη λογική, το 2009  ο επίτροπος της ΕΕ για το ΔΕ υπολόγιζε το παγκόσμιο κόστος από το ότι τρίτες χώρες δεν ανοίγονταν στο ΔΕ σε 150 δις EUR.

Με την ίδια λογική ακούμε τη σημερινή κυβέρνηση αλλά και την ευρωπαϊκή αριστερά στην Ελλάδα να μιλάνε για ανάπτυξη που θα έλθει από την εκμετάλλευση του “συγκριτικού μας πλεονεκτήματος”.

Το μοντέλο που εκθέσαμε είναι απλό, δεν λαμβάνει, για παράδειγμα, υπόψιν συναλλαγματικές ισοτιμίες και άλλα μεγέθη, παρόλα αυτά, ο πυρήνας της πιο πάνω θεωρίας είναι αναμφισβήτητα σωστός.

Όμως τα πράγματα στην πράξη πολύ διαφορετικά. Ας δούμε το γιατί:


 2. Διακρατικό εμπόριο VS “Ελεύθερο” διεθνές εμπόριο.

Τα πιο πάνω παραδείγματα δείχνουν ότι και οι δύο χώρες μπορούν να βγουν κερδισμένες από το μεταξύ τους εμπόριο. Για να συμβεί αυτό με βεβαιότητα, πρέπει οι δύο χώρες να συμφωνήσουν να προσανατολίσουν την παραγωγή τους εκεί που η καθεμία έχει πλεονέκτημα, (απόλυτο ή συγκριτικό), και να συμφωνήσουν τις ποσότητες που θα ανταλλάξουν. Αυτό γίνεται με μια διακρατική συμφωνία[1], όχι με ελεύθερο[2] εμπόριο. Ελεύθερο διεθνές εμπόριο πρακτικά σημαίνει την απουσία δασμών, ποσοστώσεων, ή άλλων περιορισμών, κι επίσης, προϋποθέτει κάποιου βαθμού συναλλαγματική σταθερότητα. Ενώ το διακρατικό εμπόριο μέσω συμφωνιών είναι συνεργατικό, το ελεύθερο εμπόριο είναι ανταγωνιστικό: Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο κάθε έμπορος στην Ελλάδα και στη Γερμανία αγοράζει από όπου τον συμφέρει, (αν μιλάμε για ομοειδή προϊόντα, τότε, από όπου βρεί φτηνότερα), και πουλάει όσο μπορέσει στην τοπική του αγορά. Αν δούμε στο παράδειγμά μας την πιο ρεαλιστική περίπτωση του συγκριτικού πλεονεκτήματος, τότε, η Ελλάδα θα εισάγει και τα μηχανήματά της από τη Γερμανία, αλλά και τα τρόφιμα αν επαρκούν, (γιατί είναι φτηνότερα), ενώ η Γερμανία δεν θα εισάγει τίποτε από την Ελλάδα, ούτε καν τρόφιμα, παρά μόνο συμπληρωματικά γιατί είναι ακριβότερα από ότι στη Γερμανία[3]. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρξει διακρατική συμφωνία, τότε οι Γερμανοί θα καλύπτουν τις ανάγκες τους με τη δική τους, (φτηνότερη), παραγωγή, και θα εξάγουν το πλεόνασμά τους. Κανείς δεν τους υποχρεώνει να εισάγουν.  Μόνο στην απίθανη περίπτωση που λειτουργεί η οικονομία τους στα όρια των δυνατοτήτων της, (σε “full capacity”, που λένε), θα αναγκαστούν προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή μηχανημάτων, να μειώσουν την παραγωγή τροφίμων, άρα θα χρειαστεί να εισάγουν.

  1. 3.            Άλλα προβλήματα της θεωρίας

Μένοντας πάντα στο παράδειγμά μας, ας υποθέσουμε ότι όντως οι Γερμανοί, καθοδηγούμενοι από το υψηλότερο κέρδος, θα στραφούν στον τομέα που έχουν πλεονέκτημα, δηλαδή στα μηχανήματα, μειώνοντας αναγκαστικά την παραγωγή τους στον τομέα των τροφίμων, άρα, θα χρειαστεί να εισάγουν τρόφιμα για να καλύψουν μέρος των αναγκών τους. Ακόμη κι αν εισάγουν κάποιες ποσότητες τροφίμων, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές δεν θα είναι απαραίτητα ισοσκελισμένες. Που σημαίνει, για να το πούμε απλά, ότι δεν μπορεί μια χώρα εξάγοντας κολοκυθάκια και πιπεριές, να ξεπληρώσει αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Αντίθετα, με μια διακρατική συμφωνία, θα εισαχθούν τόσα μόνο αυτοκίνητα και αεροπλάνα όσα μπορούν να πληρωθούν από τις εξαγωγές τροφίμων.

Στον πραγματικό κόσμο, δεν υπάρχουν μόνο δύο χώρες. Αν υπάρχει και μια τρίτη που λέγεται, π.χ. Ολλανδία, και παράγει τρόφιμα φτηνότερα από την Ελλάδα, τότε η Ελλάδα θα εισάγει μηχανήματα από τη Γερμανία, αλλά η Γερμανία, καθώς δεν θα υπάρχει διακρατική συμφωνία, δεν θα εισάγει τρόφιμα από την Ελλάδα αλλά από εκεί που θα τα βρεί φτηνότερα, δηλαδή από την Ολλανδία.

Για να το θέσουμε γενικότερα, αν 100 χώρες συμμετέχουν στο ελεύθερο διεθνές εμπόριο, δεν θα είναι πάνω από 10 αυτές που παράγουν κάτι ανταγωνιστικότερα από όλους τους άλλους. π.χ. Η Γερμανία και η Ιαπωνία αυτοκίνητα και τραίνα, οι ΗΠΑ αεροπλάνα και τηλεπικοινωνιακό υλικό, η Ινδία software, η Κίνα … όλα τα υπόλοιπα. Με εξαίρεση λοιπόν αυτές τις, πρώτης γραμμής, ανταγωνιστικές χώρες, όλες οι άλλες θα είναι ελλειμματικές. Θα εισάγουν περισσότερα από όσα εξάγουν. Θα μειώνεται σταδιακά η εγχώρια παραγωγή τους, θα αυξάνεται η ανεργία και η εξάρτηση.


 4. Πως μπαίνει στο παιχνίδι το χρέος

Γεννάται, φυσικά, ένα ερώτημα: Αφού στο ελεύθερο ΔΕ οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών δεν είναι ισοσκελισμένες, πως καταφέρνουν οι ελλειμματικές χώρες να πληρώνουν για τα όσα εισάγουν ?
Μια ελλειμματική χώρα μπορεί να έχει έσοδα από κάποιες υπηρεσίες, π.χ. από τουρισμό, ή από μετανάστες που δουλεύουν στο εξωτερικό και στέλνουν τα χρήματα πίσω στην πατρίδα. Αν αυτά δεν επαρκούν, υπάρχει και κάτι άλλο:
Κάθε χώρα, έχει μια “προίκα”: κάποιο χρηματικό πλούτο στα χέρια των πολιτών της ή του κράτους, αλλά πέρα από αυτά έχει καλλιεργήσιμη γη, οικόπεδα, σπίτια, ακτές, παραλίες, ορυχεία, δημόσια περιουσία με τη μορφή εγκαταστάσεων ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, λιμένων, αεροδρομίων, δημόσιων συγκοινωνιών, δρόμων και άλλων υποδομών, κλπ. Μπορεί λοιπόν να πληρώνει, είτε πουλώντας τέτοια περιουσιακά στοιχεία, είτε μεταφέροντας την πληρωμή στο μέλλον, δηλαδή, παίρνοντας δάνεια. Έτσι μπαίνει στο παιχνίδι το χρέος που μέσω των τόκων γιγαντώνεται, επιταχύνοντας το ξεπούλημα της “προίκας”[4].

Εννοείται ότι αν μια χώρα έχει υποτυπώδη παραγωγή και δεν έχει καθόλου τέτοια “προίκα”, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα με κάποιες χώρες της Αφρικής, τότε αυτή η χώρα μένει εκτός του διεθνούς εμπορίου. Όταν τέτοιες χώρες ανοίγουν τα οικονομικά τους σύνορα, αυτό που συνήθως ακολουθεί είναι η αρπαγή των φυσικών τους πόρων. Συμπληρωματικά, αν τυχαίνει να έχουν τουριστικά αξιοποιήσιμες περιοχές τότε δημιουργούνται κάποιοι περίκλειστοι τουριστικοί παράδεισοι στους οποίους οι ντόπιοι έχουν το ρόλο των γραφικών υπηρετών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, κάποιες χώρες γίνονται χωματερές για χημικά απόβλητα. Γενικότερα, όσο πιο αδύναμη οικονομικά είναι μια χώρα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της, τόσο τραγικότερα είναι τα αποτελέσματα από το άνοιγμα των οικονομικών συνόρων της.


 5. Εμπόριο VSΑνταγωνιστικό εμπόριο.

Το εμπόριο είναι μια παλαιότατη και απαραίτητη πρακτική, όμως δεν είχε πάντα την ανταγωνιστική μορφή που έχει επικρατήσει σήμερα.

Ιστορικά έχει υπάρξει
  • το εξωτερικό εμπόριο. Λέγοντας εξωτερικό, δεν εννοούμε διεθνές, αλλά εκτός της τοπικής οικονομίας. Αφορά αγαθά, συνήθως πολυτελή, που δεν είναι διαθέσιμα τοπικά. Μην ξεχνάμε ότι για μεγάλες ιστορικές περιόδους όλα τα αγαθά καθημερινής χρήσης, δεν ήταν αντικείμενο τακτικής αγοραπωλησίας στην αγορά, αλλά παραγωγή της οικιακής «οικο-νομίας».
  • Το τοπικό εμπόριο[5]που αφορά αγαθά δύσκολα στη μεταφορά εξαιτίας του βάρους ή του όγκου τους. Επίσης αγαθά που πρέπει να καταναλωθούν γρήγορα λόγω του  αναλωτού χαρακτήρα τους.
  • Το εσωτερικό ή εθνικό εμπόριο, που αφορά παρόμοια αγαθά από διαφορετικές πηγές που προσφέρονται σε ανταγωνισμό το ένα με το άλλο.

Από αυτές τις μορφές εμπορίου μόνο το τελευταίο έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα κι έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα διαδικασία της αγοραιοποίησης της οικονομίας

Ας δούμε ποιές είναι οι προϋποθέσεις που ευνοούν αυτό το 3ο είδος εμπορίου, στο οποίο βασίστηκε ο πλουτισμός και η ανάπτυξη της εμπορικής αστικής τάξης.

6. Οι πάγιες επιδιώξεις της εμπορικής αστικής τάξης

  • Πρέπει να υπάρχουν σε διαφορετικές περιοχές, σημαντικές διαφορές τιμής για κάποια προϊόντα. Αν κάτι αγοράζεται και πουλιέται παντού στην ίδια περίπου τιμή, τα περιθώρια κέρδους είναι στενά. Αν όμως πρόκειται για μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, είναι πιθανότατο ότι οι διαφορές στο κλίμα, στο έδαφος, στους διαθέσιμους τοπικά πόρους, τις ευκολίες, τα υλικά,  στις δεξιότητες των ανθρώπων, την τεχνολογία, κλπ, θα έχουν σαν αποτέλεσμα το ίδιο προϊόν να έχει σημαντική διαφορά τιμής από περιοχή σε περιοχή, ή, σε κάποιες περιοχές να μην υπάρχει καν. Άρα, ένας έμπορος θέλει τη δυνατότητα να εμπορευτεί σε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περιοχή, γιατί τότε οι πιθανότητες να υπάρχουν σημαντικές διαφορές τιμής, είναι μεγαλύτερες, κι αυτό μεταφράζεται σε κέρδος.
  • Πρέπει στην περιοχή αυτή, το εμπόριο να είναι όσο γίνεται πιο “ελεύθερο”. Όπως αναφέραμε στο σημερινό κόσμο περιορισμούς στο εμπόριο συνιστούν οι δασμοί, οι ποσοστώσεις, αλλά και η αβεβαιότητα στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ωστόσο, σε μεγάλες ιστορικές περιόδους το εμπόριο ήταν πολύ πιο ελεγχόμενο. Για παράδειγμα, η προμήθεια βασικών ειδών ήταν δεν ήταν καν υπόθεση των μεμονωμένων εμπόρων. Ακόμη κι όταν το 16ο αιώνα οι αγορές αναπτύχθηκαν κι έγιναν σημαντικές ήταν υπό τον έλεγχο της κοινωνίας. Το εσωτερικό εμπόριο ήταν υπόθεση των συντεχνιών, όχι μεμονωμένων τεχνιτών, και οι τιμές καθορίζονταν με αμοιβαία συμφωνία. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν αρχικά υπόθεση της πόλης. Αργότερα έγινε μονοπώλιο της συντεχνίας των εμπόρων και πολύ αργότερα έγινε δουλειά μεμονωμένων εμπόρων. Η προμήθεια των βασικών αγαθών, ειδικότερα, ήταν υπόθεση της πόλης, και το έθιμο αυτό διαφυλάχθηκε, για παράδειγμα, για το καλαμπόκι – σε μερικές ελβετικές πόλεις μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Μια τοπικά περιορισμένη, αλλά στην ουσία της παρόμοια πρακτική, ακολουθούσε μέχρι πριν από 15 χρόνια η Ινδία, όπου το κράτος μεσολαβούσε στο εμπόριο διατροφικών ειδών αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες το ίδιο για να το διαθέσει σε προσιτές τιμές σε φτωχές περιοχές. Εννοείται ότι οι έμποροι δεν θέλουν κανενός είδους περιορισμούς.
  • Η τελευταία συνθήκη που σε αρχικά στάδια επιβάλλεται με βίαια μέσα, όμως με την επικράτηση του εμπορίου θα εδραιωθεί από μόνη της και θα το ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο, είναι η απώλεια της αυτοδυναμίας κάθε τοπικής οικονομίας. Όσο μια τοπική οικονομία εξειδικεύεται σε “αυτό που μπορεί να κάνει καλύτερα” τόσο περισσότερο εξαρτάται από το εμπόριο με άλλες περιοχές. Αντίθετα, σε μια κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να καλύπτει τις βασικότερες ανάγκες του με τοπικούς πόρους, το εμπόριο δεν έχει τόσο μεγάλα περιθώρια κέρδους.

Ιστορικά, αυτή η ανάγκη για μια μεγάλη ενιαία εμπορική περιοχή, χωρίς εμπόδια, είναι που έφερε τη συμμαχία της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή του βασιλιά, και της αστικής τάξης. Εχθρός και των δύο ήταν οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες και οι ανεξάρτητες πόλεις με τις συντεχνίες. Τον 16ο και 17ο αιώνα το έθνος – κράτος και η αγοραιοποίηση πάνε χέρι – χέρι και κερδίζουν έδαφος.

Εννοείται ότι μαζί με τα συμφέροντα της εμπορικής τάξης πάνε και τα συμφέροντα των παραγωγών στις περιοχές που καταφέρνουν να είναι εξαγωγικές, αφού πλέον η αγορά στην οποία απευθύνονται πολλαπλασιάζεται σε μέγεθος. Οι ανταγωνιστικές αυτές περιοχές λειτουργούν σαν ρουφήχτρες που ρουφάνε την οικονομική δραστηριότητα και τον πλούτο από όλη την οικονομικά ενιαία περιοχή.

Αυτή η πάγια επιδίωξη ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας σε όλο και μεγαλύτερες περιοχές που εκτείνονται εκτός εθνικών συνόρων είναι που επέβαλλε διεθνείς συμφωνίες όπως η GATT, υπερεθνικούς οργανισμούς όπως ο WTO, και οικονομικές ενώσεις χωρών όπως η NAFTA, και η EE που “απελευθερώνουν” το εμπόριο καταστρέφοντας την αυτοδυναμία και το δίκτυο προστασίας των φτωχότερων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1997 η Ινδία αναγκάστηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να σταματήσει  μια σειρά από εσωτερικά επισιτιστικά της προγράμματα,  για λόγους «προστασίας του ανταγωνισμού» και την εξάπλωση της «ελεύθερης αγοράς».

Στη διαδικασία αυτή της απελευθέρωσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει ένα βήμα πιο μακριά, εισάγοντας κοινό νόμισμα για πολλές χώρες. Με τον τρόπο αυτό καταρρέει και η δυνατότητα να προστατευτεί μια αδύναμη οικονομία μέσω υποτίμησης. Ακόμη και χωρίς κοινό νόμισμα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όταν έχουμε σταθερές ισοτιμίες για πολλά νομίσματα, ή όταν απλώς ένα αδύνατο νόμισμα “δένεται” με ένα ισχυρό.


7. Ποιος ωφελείται από το ελεύθερο διεθνές εμπόριο ?

Από τα όσα είπαμε, γίνεται φανερό ότι το ελεύθερο διεθνές εμπόριο δεν ωφελεί τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες. Αυτές βλέπουν τις εισαγωγές να καταστρέφουν την εγχώρια παραγωγή και να μειώνουν τις θέσεις εργασίας.
Φυσικά, αυτό γίνεται αντιληπτό με σημαντική υστέρηση. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι θετικές. Ένα σωρό αγαθά φτηναίνουν και καινούρια είδη, βασικά πολυτελείας, κατακλύζουν την αγορά. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η χώρα μπαίνει σε άλλη εποχή, “πιο στέρεο και ΙΧ”,  όπου το βιωτικό επίπεδο θα πλησιάσει εκείνο των πλούσιων χωρών του εξωτερικού. Οι εγχώριες επιχειρήσεις, αν είναι υγιείς, θα αντέξουν ένα διάστημα, αργά ή γρήγορα όμως οι περισσότερες από αυτές θα κλείσουν. Οι πρώην παραγωγοί θα γίνουν εισαγωγείς. Η ανεργία μπορεί να καλυφθεί για ένα διάστημα από τη στροφή σε ανούσιες “υπηρεσίες”,  αυτοαπασχόληση, και παρασιτικές δραστηριότητες. Όλα αυτά μπορούν να τραβήξουν σε μάκρος αν συνοδευτούν από αύξηση των κρατικών δαπανών, που θα χρηματοδοτούνται από δάνεια. Όπως και να έχει, μακροπρόθεσμα, τίποτε δεν μπορεί να αποκρύψει την πραγματική εικόνα. Δεν είναι μόνο οι βασικοί  παραγωγικοί κλάδοι που θα καταστραφούν, αλλά μαζί τους και άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες υπάρχουν έντονες κλαδικές σχέσεις, (για παράδειγμα, μια εγχώρια βιομηχανία μπορεί να έχει ισχυρές σχέσεις με τον εγχώριο πρωτογενή τομέα), θα χαθούν επίσης μικρότερες υποστηρικτικές επιχειρήσεις, καθώς και οι δεξιότητες ενός συγκεκριμένου, παραγωγικά εργαζόμενου ανθρώπινου δυναμικού.

Ωφελούνται οι εξαγωγικές χώρες ?
Εξαρτάται από το τι εννοούμε λέγοντας “χώρα”. Αν εννοούμε το κεφάλαιο που έχει επενδύσει στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αυτό όντως ωφελείται αφού βλέπει τα κέρδη του να αυξάνουν. Ο κόσμος της εργασίας όμως βγαίνει χαμένος. Συχνά οι εργαζόμενοι σε εξαγωγικές χώρες, για παράδειγμα στη Γερμανία, χάφτουν το παραμύθι ότι είναι τυχεροί γιατί κρατάνε τις θέσεις εργασίας τους. Όσοι όμως μπορούν να δουν τη συνολική εικόνα καταλαβαίνουν την εκμετάλλευση που υφίστανται:
Αν η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι διαρκώς εξαγωγική, σημαίνει ότι παράγει περισσότερα από όσα καταναλώνει. Σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι οι εργαζόμενοί της παράγουν πολύ περισσότερο από όσο καταναλώνουν.  Αν η Γερμανία δεν έκανε εξαγωγές, τότε, για να απορροφηθεί η παραγωγή θα έπρεπε να γίνει μια εσωτερική ανακατανομή πλούτου, (δηλαδή να αυξηθούν οι μισθοί των εργαζομένων), έτσι ώστε να είναι σε θέση να καταναλώσουν οι ίδιοι αυτά που παράγουν. Εναλλακτικά, θα έπρεπε να δουλεύουν πολύ λιγότερο χωρίς καμία μείωση μισθού.  Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, όμως, το Γερμανικό κεφάλαιο θα έβλεπε μια δραματική μείωση των κερδών του.
Για να το πούμε διαφορετικά, ο μόνος τρόπος για να μπορεί το γερμανικό κεφάλαιο να έχει αυξημένη παραγωγή, και για να την πουλήσει να μην χρειάζεται να αυξήσει τους μισθούς, είναι να κάνει εξαγωγές. Τότε μόνο μένουν πραγματικά μεγάλα κέρδη. Αλλιώς, το γερμανικό κεφάλαιο θα αναγκαζόταν να μοιραστεί την εγχώρια παραγωγή με τους εργαζόμενους.
Μια πρόσθετη ζημιά για τις περισσότερες εξαγωγικές χώρες, είναι η υποβάθμιση του φυσικού τους περιβάλλοντος καθώς γίνονται το εργοστάσιο όλου του πλανήτη.


8. Το Γενικότερο αδιέξοδο

Ακόμη και με εξαγωγές όμως, τα προβλήματα του κεφαλαίου δεν λύνονται, απλώς μετατίθενται χρονικά. Οι ελλειμματικές χώρες που εισάγουν, αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν να χρειάζονται δανεικά για να πληρώσουν. Έτσι, οι πλεονασματικές χώρες, μέσα από τον τραπεζικό τους τομέα θα αρχίζουν να δανείζουν. Που σημαίνει ότι τα κέρδη των εξαγωγικών επιχειρήσεων που κατατίθενται στην τράπεζα, (αλλά και των εργαζομένων, αν τους περισσεύουν, ή των ασφαλιστικών τους ταμείων), δίνονται ως δάνειο στη χώρα -  αγοραστή για να συνεχίσει να αγοράζει.
Όσο όλοι παριστάνουν ότι πιστεύουν ότι τα δάνεια αυτά είναι ασφαλή, θα συσσωρεύεται εικονικός πλούτος με λογιστικές εγγραφές εντός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όταν δεν μπορούν πια να το παριστάνουν, ο πλούτος θα εξατμιστεί, και θα αυτό θα είναι μια χρηματοπιστωτική κρίση που “κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει”, και για την οποία φταίει ο “άπληστος τραπεζικός τομέας”, η “πτωχοτραπεζοκρατία”,κλπ, κλπ.
Φυσικά και δεν υπεραμυνόμαστε του τραπεζικού τομέα, κάθε άλλο, απλώς δεν μπορούμε να καταπιούμε την υποκρισία όσων τον προβάλλουν σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από τον καπιταλισμό σαν σύνολο. Ο τραπεζικός τομέας, αν και είναι το επιθετικότερο, δεν παύει να είναι ένα οργανικό και αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος[6].

Υπάρχει βέβαια και μια πιο “καουμπόϊκη” δυνατότητα. Τα δάνεια που δίνονται έχουν συνήθως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υποθηκεύσει ένα μέρος της “προίκας” της ξένης χώρας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Όταν αρχίσει να μπαίνει χέρι στην προίκα μιας ξένης χώρας, τότε τίθεται ευθέως το ζήτημα της εθνικής της κυριαρχίας, και οι οικονομικές διεκδικήσεις πλέον μοιάζουν όλο και περισσότερο με πράξεις πολέμου.


9. Το μπέρδεμα της αριστεράς

Το ιδεοτυπικό δίπολο “αριστερός διεθνισμός VS δεξιός εθνικισμός” μπερδεύει πολλούς αριστερούς κάνοντάς τους να βλέπουν την προστασία μιας εθνικής ή τοπικής οικονομίας ως  συντηρητική ή εθνικιστική επιλογή.
Η θέση αυτή συχνά εμπεριέχει μια σύγχυση μεταξύ ελεύθερου ΔΕ και της συνεργασίας των λαών. Το ελεύθερο ΔΕ, (όπως και το κοινό νόμισμα), βάζει ολοφάνερα σε ανταγωνιστική σχέση τους εργαζόμενους διαφορετικών περιοχών, καθώς η τάση είναι όλη η παραγωγή να πάει στους φτηνότερους[7]. Αυτό σημαίνει ανταγωνισμό μισθών, κοινωνικών παροχών, κανόνων ασφαλείας, κανόνων προστασίας περιβάλλοντος, κλπ, καθώς οι “χαμένοι” θα καταλήξουν άνεργοι. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι αποφεύγουν τον ανταγωνισμό και συνεργάζονται, αν παράγουν πρωτίστως για να καλύψουν τις ανάγκες τους, και οι ανταλλαγές γίνονται με διακρατικές συμφωνίες που μέλημα έχουν την αμοιβαία ωφέλεια στο μέτρο του δυνατού.

Μια δεύτερη σύγχυση είναι ότι, το “κλείσιμο” σε μια εθνική οικονομία γίνεται για να προστατευτούν τα εθνικά κεφάλαια, οπότε ο αριστερός ή ελευθεριακός αντίλογος λέει, ότι μας είναι αδιάφορο αν θα πλουτίζει ο Βαρδινογιάννης, ή ο οποιοσδήποτε ξένος καπιταλιστής.
Βεβαίως και μας είναι αδιάφορο το ποιος από τους δυο θα πλουτίζει.
Όμως, αν περιορίσουμε σε τοπικά ή εθνικά όρια έναν καπιταλιστή, τότε μπορούμε, φυσικά με αγώνα, να τον αναγκάσουμε να μοιραστεί μέσω φορολογίας, υψηλότερων μισθών, βελτιωμένων συνθηκών εργασίας, κοινωνικών παροχών, κλπ τα κέρδη του με την υπόλοιπη κοινωνία. Ακόμη κι αν ο αγώνας δεν φέρει σημαντικά αποτελέσματα, η ανάγκη να διατεθεί τοπικά η παραγωγή θα ωθήσει τον καπιταλιστή να κρατήσει μια ισορροπία μεταξύ εγχώριας παραγωγής και εγχώριας κατανάλωσης.
Αντίθετα, αν ο οποιοσδήποτε καπιταλιστής έχει την ελευθερία να κινηθεί σε ένα διεθνές περιβάλλον ελαχιστοποιώντας την καταβολή φόρων σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταφέροντας την παραγωγή του εκεί που είναι φτηνότερα, διασφαλίζοντας τα έσοδά του πουλώντας σε εκείνους που έχουν επαρκή εισοδήματα οπουδήποτε κι αν βρίσκονται, τότε, η κάθε μια τοπική κοινωνία εργαζομένων χωριστά, δεν μπορεί να ασκήσει καμία πίεση. Αντίθετα, “εκλιπαρεί για επενδύσεις”.  Δεν είναι τυχαίο ότι η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, και ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας  είναι μια επιλογή των καπιταλιστών, όχι των εργαζομένων.

Ο αριστερός διεθνισμός στο οικονομικό επίπεδο, έχει νόημα μόνο σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία στην οποία “ο καθένας θα προσφέρει ανάλογα με τη δυνατότητά του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”. Μέχρι να φτάσουμε σε αυτόν τον επί γης παράδεισο, και όσο ζούμε ακόμη σε άγριο καπιταλισμό, πρέπει να καταλάβουμε ότι η καλύτερη στρατηγική μας είναι να περιορίσουμε την καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα σε όσο το δυνατόν πιο μικρή, κι επομένως, ως ένα βαθμό, ελεγχόμενη από την κοινωνία κλίμακα. Η πιο πρόσφορη κλίμακα στον σημερινό κόσμο είναι η εθνική. Μακάρι να μπορέσουμε να κατεβάσουμε την αυτονομία της οικονομικής δραστηριότητας και των οικονομικών αποφάσεων σε ακόμη μικρότερη, τοπική κλίμακα.


10. Συμπεράσματα

Αποτυγχάνουμε να διδαχθούμε από το παρελθόν.
Όποιος δεν θέλει να ανατρέξει στον Μαρξ γιατί τον θεωρεί πολύ…αριστερό, μπορεί να ανατρέξει στον Καντ, ο οποίος ήδη το 1795 προειδοποιούσε ότι η τακτική κάποιων ισχυρών εμπορικών κρατών της εποχής του να πνίγουν στα χρέη άλλα κράτη, οδηγούσε σε πολέμους.
Θεωρούμε ότι ζούμε σε μια τελείως διαφορετική εποχή. Αυτό είναι  από πολλές απόψεις σωστό, ωστόσο, στον καπιταλισμό, δηλαδή σε ένα ανταγωνιστικό οικονομικό σύστημα όπου τα πάντα κινούνται από τη επιδίωξη του κέρδους, ορισμένες στρατηγικές παραμένουν σταθερές. Μια τέτοια σταθερή στρατηγική των οικονομικά ισχυρών είναι η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γεωγραφικά περιοχή χωρίς  κανέναν δασμολογικό, ή νομισματικό περιορισμό, και χωρίς, φυσικά, κανέναν κοινωνικό έλεγχο. Αυτή η απουσία ελέγχου και άλλων μηχανισμών εξισορρόπησης των συναλλαγών ονομάζεται “ελευθερία”.
Πρόκειται για ένα οικονομικό δόγμα που θέλει να παρουσιάσει την οικονομική παγκοσμιοποίηση σαν μια “win – win” κατάσταση.  Αυτό μπορεί, και οφείλει, να καταρρεύσει κάτω από το βάρος της πραγματικότητας. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε.
Από το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων μέχρι το 1880 περίπου, οι διεθνείς κινήσεις εμπορευμάτων πολλαπλασιάστηκαν όπως και οι ξένες επενδύσεις. Ένας κόσμος προσανατολισμένος στην οικονομική ανάπτυξη κινήθηκε με διεθνιστική φιλοσοφία, όπως τον είχαν οραματιστεί οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι. Ωστόσο αυτή η πορεία ανακόπηκε από προστατευτισμό το 1870 και 1880. Μέχρι το 1914 μόνο η Αγγλία, η Ολλανδία και η Δανία επέμεναν στο ελεύθερο εμπόριο. Οι άλλες χώρες επέβαλλαν διάφορες ρυθμίσεις για να προστατέψουν την εγχώρια παραγωγή και τις κοινωνίες τους καθώς βίωναν τα ολέθρια αποτελέσματα του ελεύθερου ΔΕ.
Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ο Keynes στο Bretton Woods εισηγήθηκε έναν διεθνή οργανισμό που θα εξασφάλιζε την ανακύκλωση των εμπορικών πλεονασμάτων. Ο ισχυρός παίκτης της εποχής, δηλ οι ΗΠΑ, αυτονόητα, το αρνήθηκε. Αντ΄αυτού ιδρύθηκαν το ΔΝΤ που θα χορηγούσε δάνεια χάριν της νομισματικής σταθερότητας και  η Παγκόσμια Τράπεζα. Το πρόβλημα διαιωνίστηκε…
Στην μεταπολεμική περίοδο, σε πολλές χώρες, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, υπήρχαν ισχυρές τάσεις για απεξάρτηση της χώρας από το διεθνές κεφάλαιο, από το διεθνές εμπόριο και για υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το ΠΑΣΟΚ πριν το 1981 εξέφραζε αυτή την τάση, ο δε Αντρέας προειδοποιούσε ότι αν μπούμε στην ΕΟΚ θα γίνουμε τα “γκαρσόνια της Ευρώπης”. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να αλλάξει πορεία όταν έγινε κυβέρνηση. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι οι τάσεις για μια αυτοδύναμη οικονομική πορεία ήταν ισχυρές και ότι οι κίνδυνοι από την ένταξή μας στην ΕΟΚ, ήταν ξεκάθαροι. Οι λόγοι που έκαναν την ελληνική ελίτ να αποδεχθεί ένα διαφορετικό δόγμα και να προχωρήσει στην ένταξη στην ΕΟΚ και μέσω αυτής σε έναν ολέθριο καταμερισμό εργασίας είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικοί. Οι οικονομικοί λόγοι αυτής της επιλογής ήταν αφενός ένας μεγαλοϊδεατισμός, ότι η ελληνική καπιταλιστική τάξη θα τα καταφέρει απέναντι σε αντιπάλους πολύ ισχυρότερους, αφετέρου η προσδοκία ενός βραχυπρόθεσμου κέρδους.
Αν υπάρχει μέλλον για τη σημερινή Ελλάδα, αυτό περνάει μέσα από την επανεκκίνηση της παραγωγής που σκοπό θα έχει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Μόνο έτσι μπορούμε να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία και φυσικά να αρνηθούμε το χρέος.  Το ίδιο πρέπει να κάνουν όλες οι χώρες. Το ΔΕ πρέπει να έχει έναν επικουρικό ρόλο στην κάλυψη των αναγκών των πληθυσμών όλου του πλανήτη και να γίνεται βάσει διακρατικών συμφωνιών.

[1]Δυστυχώς, παρά την αναμφίβολη ωφέλειά τους, οι διακρατικές συμφωνίες έχουν εξορκιστεί από την “οικονομία της αγοράς” γιατί προϋποθέτουν κάποιου είδους κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό.
[2]Να σημειώσουμε εδώ ότι η λέξη “ελευθερία” παρά τη συνήθη θετική της φόρτιση στην καθομιλουμένη, στο χώρο της οικονομίας δεν έχει θετικό φορτίο καθώς σημαίνει την απουσία ελέγχου, και την απουσία προστασίας του αδύνατου μέρους σε μια συναλλαγή. Έτσι, για παράδειγμα, “ελεύθερη σύμβαση” εργασίας, είναι εκείνη όπου ο εργαζόμενος δεν έχει τη διασφάλιση μιας ελάχιστης αμοιβής για την οποία φροντίζει μια συλλογική σύμβαση, κ.ο.κ
[3]Όπως είδαμε στο παράδειγμα του συγκριτικού πλεονεκτήματος, με την ίδια ποσότητα παραγωγικών συντελεστών, παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα τροφίμων στη Γερμανία.
[4]Υπάρχει και μια ακόμη περίπτωση εξισορρόπησης του ισοζυγίου πληρωμών: οι ξένες επενδύσεις. Αυτή ήταν η εμμονή όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Οι ξένες επενδύσει όμως προϋποθέτουν την ανταγωνιστικότητα, την οποία η Ελλάδα για διάφορους λόγους δεν είχε. Γενικά, οι ξένες επενδύσεις κατευθύνονται σε ελάχιστες χώρες, αφορούν μεμονωμένους κλάδους, κι όταν αποσύρονται αφήνουν πίσω τους χάος. Γενικά, οι ξένες επενδύσεις δεν είναι μια λύση που μπορεί να ανατρέψει τις ανισορροπίες του ΔΕ.
[5]Στα αγαθά με δύσκολη μεταφορά, το εμπόριο αναλαμβάνει και την εξειδικευμένη για την περίπτωση, μεταφορική υπηρεσία και τη διαχείριση. Τα αναλωτά, π.χ. φρούτα, πρέπει να ανταλλαγούν γρήγορα, πριν χαλάσουν, δεν μπορούν να περιμένουν.
[6]Αυτό δεν συμβαίνει μόνο για το συγκεκριμένο ρόλο του στο ΔΕ, αλλά και για άλλους που εκφεύγουν του παρόντος.
[7]Είναι αλήθεια ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται και από άλλους παράγοντες πλην του εργατικού κόστους, ωστόσο, με βεβαιότητα και το κόστος αυτό θα συμπιεστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου