Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

ΟΔΟΙ ΔΙΑΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ (περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 95, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2006)


(Αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 95, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2006)

Τρείς χώρες εκδήλωσαν κατα τη γνώμη μας μητροπολιτικές εξεγέρσεις συγκρίσιμης φύσης τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Οι λόγοι είναι για συζήτηση και το παρακάτω κείμενο θέτει ορισμένες κρίσιμες πλευρές. 

Μπορεί να γράφτηκε για την περίπτωση της Γαλλίας αλλά το πεδίο που του αναλογεί είναι ευρύτερο και αφορά σε όλες τις πρώην αποικιακές δυνάμεις ή για να το κάνουμε πιό συγκεκριμένο, σε όλες τις χώρες που στα πλαίσια της αποικιοκρατίας ή της αποίκησης, συνέδεσαν τη μοίρα τους και την ανάπτυξή τους με οποιοδήποτε τρόπο με την δουλεία ή την εκμετάλλευση άλλων ανθρώπινων φυλών.

Με την αφορμή της εξέγερσης των Βρετανών, μαύρων και λευκών "εκτός τόπου" ή μήπως "εκτός χρόνου"; , ας  θυμηθούμε το άρθρο αυτό κι ας πιάσουμε πάλι τη συζήτηση από εκεί που την αφήσαμε.
  
"για την κοινωνική αριστερά"  19.8.2011


ΟΔΟΙ ΔΙΑΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ 
    ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ  
των Παύλου Χατζόπουλου και Ελένης Καμπούρη 

 Βρεθήκαμε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Νοεμβρίου. Η πρόσβαση στα προάστια ήταν αδύνατη. Το «κέντρο» της πόλης έμοιαζε ήσυχο, δεν είδαμε καμία διαδήλωση, καμία ιδιαίτερη κινητοποίηση της αστυνομίας. «Το Παρίσι στις φλόγες»;Την ημέρα που φεύγαμε κυκλοφόρησε η φήμη ότι η εξέγερση θα μετατοπιζόταν χωρικά. Οι εξεγερμένοι σχεδίαζαν, σύμφωνα με τις ίδιες φήμες, να μεταβούν σε κάποιο από τα κεντρικά σημεία της πόλης για να διαδηλώσουν, να μεταφέρουν τα αιτήματά τους, ή να τα σπάσουν. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Τι ήταν εκείνο που εμπόδιζε την απόδραση από τα γαλλικά προάστια; Τι στάθηκε εμπόδιο στην κατά μέτωπο σύγκρουση με την κεντρική εξουσία; Η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που επιβλήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση ή μήπως η επιθυμία των εξεγερμένων να σπάσουν τα δίκτυα επικοινωνίας με το κέντρο;

Η απόδραση αποτελεί μια νοσταλγική φαντασίωση των κοινωνιών του ελέγχου. Με την αποδυνάμωση των χώρων εγκλεισμού, η απόδραση από το άσυλο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, τη φυλακή, το σχολείο, την εργασία δεν οδηγεί πλέον σε ένα ξέχωρο, λιγότερο καταπιεστικό «έξω». [1] Αποκτά έτσι νοσταλγικό και φυσικά εμπορικό χαρακτήρα. Οι κοινωνίες του ελέγχου χαρακτηρίζονται από τη θεώρηση ως αναχρονισμού της άμεσης επιβολής βίας, των στεγανών συνθηκών εγκλεισμού και από τη διαρκή ανακάλυψη εικονικών αποδράσεων από το χώρο και το χρόνο της καθημερινής ζωής. [2] Οι εξεγερμένοι στη Γαλλία δεν προσπάθησαν, όμως, να αποδράσουν, έστω και εφήμερα, έστω και συμβολικά, από τις περιοχές τους. Ούτε και όταν η γαλλική κυβέρνηση τις κήρυξε επίσημα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε αντιδιαστολή, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να οδηγηθεί σε έναν σημαντικό αναχρονισμό, σε μια απεγνωσμένη επιστροφή σε αντιοικονομικές μορφές εξουσίας, σε παρωχημένες αποικιακές μεθόδους.

Εάν εμμείνουμε στο τι δεν έγινε στην Γαλλία, δεν πρόκειται να προβληματιστούμε σχετικά με το σημαντικότερο ερώτημα που στοιχειώνει τις ταραχές. Ποια ακριβώς είναι η επιθυμία των εξεγερμένων; Στόχος μας είναι να δείξουμε ότι η εξέγερση δεν μπορεί να αναχθεί σε μια α-πολιτική πράξη. Αντιθέτως, θα ήταν χρήσιμο να δούμε την εξέγερση ως μια ευκαιρία για να αναπροσδιορίσουμε την έννοια της πολιτικής πράξης σε ένα καθεστώς ελέγχου που διαχέεται. Θα προσπαθήσουμε, με άλλα λόγια, να αναλύσουμε την εξέγερση ως μια πρακτική επέμβασης στις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν το χώρο των γαλλικών προαστίων. [3] Η εξέγερση δεν απέρριψε συλλήβδην, όπως υποστηρίχτηκε αλλού, το χώρο των προαστίων. Είχε, αντιθέτως, μια αμφίσημη στάση απέναντι στους χώρους στους οποίους εκδηλώθηκε. [4]

Αντί να εστιάσουμε λοιπόν στις προσπάθειες των ΜΜΕ και των αναλυτών να συνθέσουν κάποιες εμφανείς αιτίες, κάποια ξεκάθαρα αιτήματα, ή έστω έναν πιο συστηματικό απολογισμό των γεγονότων θα ήταν πιο χρήσιμο να προσπαθήσουμε να «διαβάσουμε» τα σημάδια της εξέγερσης, όπως αυτά ξεπροβάλλουν φαντασμαγορικά εντός της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και μέσα από την κάλυψη των γεγονότων από τα ΜΜΕ. Τα μοναδικά σημεία όπου διασταυρώνεται η επιθυμία να πλησιάσουμε τις εξεγέρσεις αυτές με την επιθυμία των εξεγερμένων είναι ακριβώς η ανταλλαγή αυτών των σημαδιών που είναι ανοιχτά σε πολλαπλές ερμηνείες, αλλά που συνθέτουν τον κοινό τόπο μέσα στον οποίο είναι πλέον δυνατόν να μιλήσουμε για στρατηγικές ελέγχου αλλά και στρατηγικές αντίστασης.

Σημάδια  
Σημάδι πρώτο: Η ταυτότητα των εξεγερμένων ήταν αμφίσημη και ριζωματική. [5] Η γλώσσα της εξέγερσης ήταν αυτή των blogs.

Γαλλικά γραμμένα με βάση την ακουστική τους. Με συνεχή λογοπαίγνια και ρίμα. Γλώσσα σαφώς και ηθελημένα ανορθόγραφη που παράγει έναν κοινό χώρο για το πλήθος. Μια γλώσσα του στυλ, γραμμένη «σαν να είναι κανείς ξένος στην ίδια του τη γλώσσα», όχι γιατί μιλάει μια γλώσσα διαφορετική αλλά γιατί παραμένει «δίγλωσσος και πολύγλωσσος μέσα στην ίδια του τη γλώσσα». [6]

«Για κάθε φυσιολογικό άτομο το να σχηματίζει γραμματικά ορθές προτάσεις είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε υποταγή στους κοινωνικούς νόμους. Υποτίθεται ότι κανένας δεν θα έπρεπε να αγνοεί την εγγραμματοσύνη, όσοι την αγνοούν ανήκουν σε ειδικά ιδρύματα. Η ενότητα της γλώσσας είναι στην ουσία πολιτική. Δεν υπάρχει μητρική γλώσσα, μονάχα ένα πραξικόπημα της εξουσίας μέσα από την κυρίαρχη γλώσσα που κάποιες φορές επιτίθεται σε ενιαίο μέτωπο και κάποιες φορές ελίσσεται σε διαφορετικά κέντρα συγχρόνως». [7]

Η γλώσσα της εξέγερσης δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο: υπάρχει από καιρό σε μια διακειμενική σχέση με τη γλώσσα των ράπερ της Αμερικής, έχει εμπορευματοποιηθεί με το γαλλικό ραπ και συχνά εξάγεται σαν γαλλικό πολιτιστικό προϊόν. [8] Είναι μια γλώσσα, όμως, που αναπαράγοντας τη δομή των γλωσσών των Αμερικανών ράπερ (συλλαβές με όμοιο ήχο εναλλάσσονται) στρέφεται ενάντια στην ενότητα της γλώσσας, μιλάει σαν ξένη εντός, για να αναδομήσει τον γαλλικό λόγο. Οι συνεχείς αναφορές στην «αποτυχία του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος στα προάστια» [9] αγνοούν αυτή τη δυναμική παραγωγή γλώσσας: Δεν πρόκειται για διάλεκτο αλλά για ένα σύστημα με διαφορετική γραμματική, συντακτικό, ορθογραφία και λεξιλόγιο, για μια γλώσσα που περισσεύει, που ξεπηδά μέσα από την ανεπαρκή επιβολή του κεντρικού ελέγχου. [10]
Παραδόξως, η πιο αποτελεσματική ενέργεια ενάντια στην εξέγερση προήλθε από τη Lib e ration, που σε μια κίνηση ατυχούς αριστερής δημοσιογραφίας προσπάθησε να ερμηνεύσει τα σημάδια, να μεταφράσει τα μηνύματα, να τα κάνει προσιτά στον μέσο αναγνώστη, να εξηγήσει τις αιτίες του φαινομένου, να δικαιολογήσει την εξέγερση. Την επόμενη ημέρα, οι γαλλικές αρχές κατέβασαν τα blogs από το διαδίκτυο, προκειμένου να μην εξαπλωθεί η εξέγερση. [11]

Για κάποιο περίεργο λόγο, όμως, το blog του clichysousbomb παρέμεινε: ακόμη και σήμερα στο διαδίκτυο εμφανίζονται εκεί μια σειρά φωτογραφίες. [12] Οι πιο πολλές απεικονίζουν τον clichysousbomb σε κοντινά πορτραίτα, τη φίλη του και τους φίλους του. Το τοπίο ίσα ίσα που ξεχωρίζει πίσω από τα κεφάλια τους. Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει αν είναι τα banlieues που περικλείουν τα πρόσωπα, ούτε και να προσδιορίσει πού ακριβώς βρίσκονται. Μια δεύτερη σειρά φωτογραφιών απεικονίζει φιγούρες από τη μέση και πάνω, σε εκδρομή σε μια γαλλική παραλία ή για περπάτημα στα γαλλικά βουνά. Τέλος, εμφανίζεται και μια τρίτη κατηγορία: εικόνες χωρίς πρόσωπα, καρτ-ποστάλ από την Αλγερία και η Μέκκα. Στην τελευταία και πιο σημαντική φωτογραφία ο clichysousbomb εμφανίζεται με μια μάσκα θανάτου που μπαίνει και βγαίνει.

Οι εικόνες αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις αναπαραστάσεις της εξέγερσης από τα ΜΜΕ: μακρινές φωτογραφίες των γαλλικών προαστίων σε έντονα χρώματα και σκοτεινές φιγούρες με καλυμμένα πρόσωπα. Σε αυτές, κυριαρχεί το τοπίο και τα πρόσωπα χάνονται. Η εξέγερση παρουσιάζεται, εκεί, ως το προϊόν υποβαθμισμένων περιοχών, δυσλειτουργικών οικογενειών, ανύπαρκτων σχολείων, πολυγαμίας, ανεπαρκούς προστασίας, ανίσχυρης αστυνόμευσης.
Τα προάστια, όμως, δεν σχεδιάστηκαν για να αποκλείσουν τους κατοίκους τους, αλλά για να τους ενσωματώσουν επιλεκτικά σε ένα σύστημα αυστηρής ιεραρχίας. Ο ευρωπαϊκός ρατσισμός δεν λειτούργησε ποτέ με βάση τον αποκλεισμό, αλλά με βάση τους βαθμούς απόκλισης από το μοντέλο του λευκού ανθρώπου. [13] Οι εξεγερμένοι αρνούνται το λευκό πρόσωπο και το γαλλικό τοπίο που τους αντιστοιχεί ως κέντρο εξουσίας. Αρχικά προβάλλουν τα δικά τους πρόσωπα σε κοντινά πλάνα έτσι ώστε να εκμηδενίσουν το γαλλικό τοπίο που τους περιβάλλει. Ύστερα αναζητούν άλλα τοπία, τη Μέκκα και την Αλγερία, όπου, όμως, δεν τοποθετούν το πρόσωπό τους. Τέλος, με το ξεκίνημα της εξέγερσης αντιπαραθέτουν τη ριζωματική τους αμφισημία με τα καλυμμένα πρόσωπά τους στο Πρόσωπο και το Τοπίο του λευκού ανθρώπου. «Η μάσκα δεν κρύβει το πρόσωπο, είναι το πρόσωπο». [14] Οι εξεγερμένοι δεν είναι πλέον αποκλίσεις από τον κανόνα, αλλά εισέρχονται σε «ζώνες σιωπηλές», δυσνόητες, όπου μπαίνουν στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Η μάσκα ανοίγει περιπαικτικά μια οδό διαφυγής εκτός του σημαινόμενου. Μια μάσκα θανάτου μπαίνει και βγαίνει στη φωτογραφία, το πρόσωπο χάνεται και ξαναεμφανίζεται.

Σημάδι δεύτερο: Οι εξεγερμένοι δεν μετακινήθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης εκτός των ορίων των περιοχών κατοικίας τους.

Σε ένα κλασικό επεισόδιο από τη Δίκη του Κάφκα, ένας χωρικός ταξιδεύει από την ύπαιθρο ως το κεντρικό κάστρο όπου εδρεύει ο Νόμος και ζητά να εισέλθει. Ο φύλακας που στέκεται στην πύλη του Νόμου του απαγορεύει την είσοδο. Ο χωρικός ξοδεύει το υπόλοιπο της ζωής του περιμένοντας την πιθανή διάβασή του από την πύλη –επιχειρηματολογώντας, εκλιπαρώντας, δωροδοκώντας τον φύλακα– όμως αυτή δεν πραγματώνεται ποτέ, ο χωρικός παραμένει ως τέλος της ζωής του στο κατώφλι του Νόμου. Το τελευταίο πράγμα που πληροφορείται από τον φύλακα λίγο πριν πεθάνει είναι ότι αυτή η πύλη προοριζόταν αποκλειστικά για εκείνον. [15]

Σε μια εξίσου σημαδιακή αντιπαράθεση γύρω από την ερμηνεία του μύθου, ο Γκέρσομ Σόλεμ επισημαίνει στην αλληλογραφία του με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι η ριζοσπαστική καινοτομία του Κάφκα είναι η υπόσταση ενός Νόμου που βρίσκεται σε ισχύ άλλα δεν έχει νόημα. Ο Μπένγιαμιν απαντά ότι τη στιγμή που ο Νόμος χάνει το νόημά του είναι εκεί όπου τα όρια μεταξύ Νόμου και ζωής γίνονται δυσδιάκριτα: η αρχή της βιοεξουσίας. [16] Ο Μπένγιαμιν φέρνει στο φως έναν φουκωικό Κάφκα πριν από την έλευση του Φουκώ.

Οι πρακτικές που συνθέτουν την εξέγερση στη Γαλλία αντηχούν το ξεπέρασμα των ορίων που θέτει η προηγούμενη συζήτηση. Απλά: οι εξεγερμένοι δεν πορεύτηκαν καν προς τον κεντρικό πύργο για να ζητήσουν να εισέλθουν στο πεδίο του Νόμου. Δεν παρεμποδίστηκαν, δεν δίστασαν από άγνοια, απλώς δεν το θεώρησαν σκόπιμο. [17] Είναι σημαντικό να επιμείνουμε ότι οι εξεγερμένοι δεν έφυγαν από τους χώρους κατοικίας τους γιατί δεν το θέλησαν και όχι γιατί υποχρεώθηκαν από την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από τη γαλλική κυβέρνηση.

Η εξέγερση αμφισβήτησε, με άλλα λόγια, ή τουλάχιστον δεν αναγνώρισε την ύπαρξη «κέντρου» απ’ όπου ασκείται η εξουσία. Δεν θεωρήθηκε σημαντικό να απευθυνθούν οι εξεγερμένοι με οποιονδήποτε τρόπο στον πύργο της εξουσίας, ο οποίος βρίσκεται σε κρίση. [18] Ίσως και δεν κρίθηκε σκόπιμο να «απευθυνθούν» πουθενά. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η εξέγερση δεν προσδιόρισε τον εαυτό της σε μια διαλεκτική σχέση με την εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξέγερση ήταν αφελής ή εκ των προτέρων καταδικασμένη. Το ότι δεν αντιπαρατέθηκε σε μια κεντρική εξουσία δεν ισοδυναμεί με το ότι δεν αμφισβήτησε την εξουσία γενικά.

Επιστρέφοντας στον Κάφκα, θεωρούμε ότι οι πρακτικές της εξέγερσης στη Γαλλία βρίσκονται πολύ πιο κοντά σε μια διαφορετική προσέγγιση του μύθου του Νόμου. Σε αυτήν ο Νόμος δεν χάνει τίποτα όταν αφαιρείται η υποτιθέμενη υπερβατικότητά του, αλλά αντιθέτως αποκαλύπτεται σαν ένα άλογο σύμπλεγμα (assemblage). [19] Με βάση το έργο του Κάφκα, το κλειδί για την κατανόηση της λειτουργίας του Νόμου δεν βρίσκεται πουθενά συγκεκριμένα. Η ιστορία του χωρικού δεν έχει ειδικό βάρος αλλά συνιστά μία απ’ όλες τις εκφάνσεις του Νόμου, συμπλέκεται με τη γραμματέα του Δικηγόρου, τον ζωγράφο του Δικαστηρίου, την πλύστρα έξω από τη δικαστική αίθουσα. «Ο Νόμος υπάρχει μόνο στην εμμένεια του μηχανιστικού συμπλέγματος της δικαιοσύνης». [20]

Αντιστοίχως, οι εξεγερμένοι αναγνώρισαν ως αντίπαλο μια εξουσία απόλυτα εμμενή, μια εξουσία διάχυτη, συγκροτημένη από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών ελέγχου. Οι εξεγερμένοι δεν έδρασαν με σκοπό να αποκαλύψουν τις κρυφές αιτίες του γαλλικού ρατσισμού, αλλά αντιτάχθηκαν στις καθημερινές μικροπρακτικές της αστυνόμευσης, της παρακολούθησης, των κωδικών ευπρέπειας, της ελεγχόμενης κίνησης στην πόλη, που ουσιαστικά συνθέτουν τον σύγχρονο νεορατσισμό. Οι στρατηγικές της εξουσίας, οι οποίες αμφισβητήθηκαν, ήταν προϊόν όχι ενός υπερβατικού «μεγάλου σχεδίου» της εξουσιαστικής καταστολής, αλλά του καθημερινού ελέγχου της ζωής των κατοίκων των προαστίων. Οι εξεγερμένοι δεν αρνήθηκαν την εξουσία αλλά ακολούθησαν τη λογική της και αντιτάχθηκαν σε μια σειρά από τους κρίκους του συμπλέγματος που τη διαμορφώνει.

Οι εξεγερμένοι προπορεύτηκαν στρατηγικά και εξανάγκασαν τις γαλλικές αρχές σε έναν παρωχημένο ελιγμό που ξεδίπλωσε τις αδυναμίες τους. [21] Η προσφυγή στην άμεση βία, στις μαζικές συλλήψεις προδίδει μια υπαναχώρηση της εξουσίας, την υιοθέτηση αντιοικονομικών μέτρων. Μια εξουσία που αποτυγχάνει να ενσωματώσει ιεραρχικά τους κατοίκους των προαστίων και αναγκάζεται προσωρινά να τους αποκλείσει, μια εξουσία, τελικά, αντιπαραγωγική, που τείνει προς την άμεση καταστολή και αφήνει πίσω της τον έλεγχο της δημιουργικότητας του πληθυσμού. Η Γαλλική Δημοκρατία φάνηκε «γυμνή» όχι μόνο γιατί αποκαλύφθηκε ότι στηρίζεται και τρέφεται από έναν πλεονάζοντα ρατσισμό, [22] αλλά γιατί απέτυχε να ελέγξει τις καινοτόμες πρακτικές τις εξέγερσης των προαστίων.

Σημάδι τρίτο: Η εξέγερση διαχύθηκε μόνον προς περιοχές του ίδιου τύπου, τα γαλλικά προάστια.

Παρ’ όλο που η εξέγερση έμοιαζε αρχικά ένα τοπικό –ίσως και απομονωμένο– φαινόμενο, οι ταραχές εξαπλώθηκαν. Δεν διαχύθηκαν με τυχαίο, απρόβλεπτο τρόπο, αλλά μόνο σε περιοχές της ίδιας μορφής: η εξέγερση συνδέθηκε με έναν συγκεκριμένο τύπο αστικού χώρου. Μοιάζει λοιπόν απαραίτητο να αναλυθεί η δυναμική της εξέγερσης σε σχέση με το χαρακτήρα αυτού του χώρου, του γαλλικού προαστίου.

Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από τα συστατικά ban (υπό απαγόρευση) και lieu (τόπος). Το banlieu παραπέμπει λοιπόν σε έναν τόπο εξορίας, έναν τόπο κατοικίας εκείνων που εκδιώχτηκαν από την πόλη και από την πολιτική ζωή. Έναν τόπο εξορίας που με καθοριστικό τρόπο βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία της πόλης. Ακόμη περισσότερο όμως, το banlieu παραπέμπει σε έναν τόπο δυνητικής εξορίας, σχετίζεται δηλαδή άμεσα και με όσους συνεχίζουν να διαθέτουν το προνόμιο της ζωής εντός της πόλης. Δεν σηματοδοτεί, λοιπόν, το χώρο που βρίσκεται εκτός των ορίων της πόλης, αλλά έναν τόπο που εξαιρείται ενώ ταυτόχρονα εισάγεται σαν το εκτός-εντός της πόλης. Το banlieu αποτελεί το σημείο μηδέν απ’ όπου δομείται η σύγχρονη μητρόπολη.

Αν και είναι λοιπόν κρίσιμο να αναλυθεί ο συγκεκριμένος χώρος του γαλλικού προαστίου, πρέπει να απορρίψουμε τον αυστηρό διαχωρισμό του από την «κανονική» έννομη πόλη. Τα όρια που διαχωρίζουν το εκτός από το εντός της σύγχρονης μητρόπολης στις κοινωνίες του ελέγχου είναι θολά. Υπό αυτή την οπτική, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα προάστια χαρακτηρίζονται από ξεχωριστές, ακραίες συνθήκες. Δεν είναι απλώς χώροι όπου «απομονώνονται» οι αποκλεισμένοι της σύγχρονης κοινωνίας. Αντιθέτως, πρέπει να δούμε με ποιους μηχανισμούς το προάστιο μπορεί να δημιουργηθεί και τελικά τείνει να δημιουργηθεί παντού. Το προάστιο αντιπροσωπεύει έναν παραδειγματικό χώρο της σύγχρονης οργάνωσης της ζωής. Αποτελεί δηλαδή έναν από τους κύριους μηχανισμούς μέσω των οποίων ζωή και εξουσία μπλέκονται, όπου η εξουσία ελέγχει την ίδια τη ζωή.

Τα γαλλικά προάστια είναι υπό αυτή την οπτική προνομιακοί χώροι. Δεν εννοούμε βέβαια με κανένα τρόπο ότι οι κάτοικοί τους απολαμβάνουν ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδιαίτερες ευκαιρίες. Τα προάστια αποτελούν ένα πειραματικό πεδίο όπου εφαρμόζονται πρωτοποριακές στρατηγικές ελέγχου του πλήθους, στρατηγικές που ξεκινούν από εκεί και διαχέονται έπειτα στην υπόλοιπη κοινωνία. Ως αποτέλεσμα, τα προάστια πρέπει να αναλυθούν ως ένα προνομιακό πεδίο πάλης του πλήθους ενάντια στην εξουσία. Δηλαδή η χειρονομία της γαλλικής κυβέρνησης να ανασύρει το καθεστώς εξαίρεσης από το αποικιοκρατικό της παρελθόν για να καταστείλει την εξέγερση ήταν ουσιαστικά κενή. Ήταν κενή γιατί ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να επιβάλει κάτι που ήδη υπήρχε: στα προάστια η εξουσία έχει ήδη πάρει την μορφή μιας άτυπης αλλά μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης όπου η ζωή μπορεί να αφαιρείται χωρίς να έχει αξία.

Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να δούμε με ποιους τρόπους αυτές οι στρατηγικές είναι πρωτοποριακές και πώς τείνουν να επεκταθούν για να ασκήσουν τον έλεγχο στο σύνολο του μητροπολιτικού χώρου. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να επινοήσουμε αντίστοιχα τρόπους αντίστασης σε αυτές τις στρατηγικές: η εξέγερση στη Γαλλία αποτέλεσε ένα πείραμα του πλήθους προς αυτή την κατεύθυνση.

Σημάδι τέταρτο: Οι εξεγερμένοι δεν διατύπωσαν αιτήματα, δεν απευθύνθηκαν με οργανωμένο τρόπο στα κέντρα εξουσίας.

Ήταν λοιπόν μια εξέγερση χωρίς πολιτικό περιεχόμενο; Ακόμη και οι αντιρατσιστικές οργανώσεις στη Γαλλία βρέθηκαν απροετοίμαστες και χωρίς ιδιαίτερες επαφές με τους εξεγερμένους, παρά το γεγονός ότι παρόμοιες εξεγέρσεις είχαν συμβεί και στο παρελθόν και τα μέτρα Σαρκοζί για αυξημένο έλεγχο είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται από τον Οκτώβριο. Οι πορείες αλληλεγγύης στο κεντρικό Παρίσι άργησαν πάρα πολύ να πραγματοποιηθούν και αναμφισβήτητα δεν απέβησαν καθοριστικές για την εξέλιξη της εξέγερσης. Οι κινήσεις συμπαράστασης επέμειναν ακριβώς στην ιδέα της Εξουσίας ως κέντρου: διαμαρτυρίες έξω από τα δικαστήρια (κυρίως το Palais de Justice), συμπαράσταση στις οικογένειες των θυμάτων, νομική βοήθεια, παρουσία στα δικαστήρια.

Θέλουμε να αναστρέψουμε αυτή την εικόνα για να φτάσουμε σε μια απόλυτα καταφατική διατύπωση. Θέλουμε να εναντιωθούμε στην ανάλυση της πολιτικής διάστασης της εξέγερσης σαν μια έλλειψη, σαν ένα δυνητικό θετικό πρόγραμμα που οι εξεγερμένοι δεν υιοθέτησαν. Η πολιτική σημασία της απορρέει, αντιθέτως, από το σύνολο των επιθυμιών του πλήθους που εξεγέρθηκε. Το στοιχείο από το οποίο πηγάζει η αμηχανία της Αριστεράς είναι η άρνηση κάθε διαμεσολάβησης, η άρνηση κάθε μορφής αντιπροσώπευσης από τις πρακτικές των εξεγερμένων. Οι εξεγερμένοι δεν έδρασαν σε καμία στιγμή σαν ένα κανονικό «οργανωμένο κίνημα». Δεν προσπάθησαν να συνομιλήσουν με την εξουσία, δεν ζήτησαν την αλληλεγγύη άλλων κοινωνικών δυνάμεων, δεν απευθύνθηκαν στην «κοινή γνώμη», δεν διατύπωσαν αιτήματα, δεν απαίτησαν την εκπροσώπησή τους στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν.

Η εξέγερση διαμορφώθηκε ενάντια σε οποιαδήποτε διαμεσολάβηση και αρνήθηκε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής μέσω της αντιπροσώπευσης. Το βασικό πρόβλημα της σύνδεσης της εξέγερσης με άλλα κινήματα έγκειται ακριβώς στο ότι η εξέγερση ήταν πεισματικά ριζοσπαστική. Ακύρωνε, δηλαδή, με βίαιο τρόπο όποιο υπόλειμμα πίστης στην αρχή της αντιπροσώπευσης. Σε αυτό το σημείο, το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν οι επιθυμίες του πλήθους μπορούν να γίνουν συμβατές με την αρχή της αντιπροσώπευσης. Εάν, με άλλα λόγια, το πλήθος πρέπει να απορρίψει ή να επιχειρήσει να εκδημοκρατίσει την αρχή της αντιπροσώπευσης.

Δεν νομίζουμε ότι θα ήταν παραγωγικό να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση διαχωρίζοντας τις αντιμαχόμενες θέσεις στα δύο «προαιώνια» στρατόπεδα: επαναστατικές ή μεταρρυθμιστικές. Προφανώς, η διεκδίκηση δημοκρατικότερων μορφών αντιπροσώπευσης οδηγεί προς μια βελτίωση της πολιτικής κατάστασης και δεν είναι παραγωγικό να θεωρηθεί ασήμαντη ή μειοδοτική. Επιμένουμε, όμως, ότι η προσήλωση στο θεσμό της αντιπροσώπευσης δεν μπορεί να αποτελέσει το βάθος του ορίζοντα της πάλης του πλήθους. Η αρχή της αντιπροσώπευσης είναι ασύμβατη με την απόλυτη δημοκρατία. [23] Ίσως αυτό που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να διαπεράσουμε τις συντεταγμένες που ορίζουν αυτή τη συζήτηση είναι να επικεντρωθούμε στους τρόπους οι οποίοι θα μας επιτρέψουν να επινοήσουμε μία σειρά από κοινά εγχειρήματα.

Το κρίσιμο ζήτημα που αναδεικνύεται από την εξέγερση των προαστίων είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης από το πλήθος. Η προσπάθεια να εκδιώξουν τη γαλλική αστυνομία από τα προάστια, η καταστροφή των μέσων παρακολούθησής τους, ο εμπρησμός αυτοκινήτων από τους εξεγερμένους έγιναν τα όπλα τους για να αποφύγουν τον έλεγχο που επιβάλλει το γαλλικό κράτος. Οι τρόποι με τους οποίους εκτυλίχθηκε η εξέγερση σηματοδοτούν το ξεκίνημα μιας δυναμικής όπου δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε μια κανονιστική μορφή του δημοκρατικού πολιτικού πεδίου. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έρχεται σαν το νέο παράδειγμα μέσω του οποίου ασκείται η κυριαρχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Σηματοδοτεί, με άλλα λόγια, ένα νέο πεδίο πάλης.

Σημάδι πέμπτο: Η κύρια πρακτική των εξεγερμένων ήταν ο εμπρησμός αυτοκινήτων.

Συμβολικά, το αυτοκίνητο μπορεί να υποδηλώσει μια σειρά σημαινομένων: ένα φετίχ της καταναλωτικής κοινωνίας, ένα αντικείμενο μέσω του οποίου ο κάτοχός του προσμετράται ως ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας, ένα «πολύτιμο» αγαθό το οποίο η εξουσία υπόσχεται να προστατεύσει από κλοπή και φθορά, ένα μέσο που προσφέρει την ασφάλεια της μεταφοράς στον κάτοχό του ή το εισιτήριο για την ένταξή του στη σύγχρονη μητρόπολη. Εδώ βέβαια είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι τα αυτοκίνητα που κάηκαν ανήκαν στους φτωχούς κατοίκους των προαστίων και όχι στα αφεντικά τους: κάηκαν Ρενώ, μικρά γιαπωνέζικα μοντέλα, αλλά καμία Πόρσε ή Φεράρι.

Το αυτοκίνητο, ανεξάρτητα, όμως, από την τεχνολογική και οικονομική του αξία, είναι ένα μέσο που τίθεται σε λειτουργία μέσω της ελεγχόμενης ροής σε προκαθορισμένες πορείες (δρόμους, λεωφόρους με άσφαλτο) και της ελεγχόμενης ταχύτητας ανάλογα με την πορεία. Ο έλεγχος δεν ασκείται, κατά κύριο λόγο, μέσω της απαγόρευσης πρόσβασης προς –ή της απαγόρευσης εξόδου από– τα γαλλικά προάστια. Επιβάλλεται, αντιθέτως, με τον καθορισμό του πώς (ουσιαστικά με ποια ταχύτητα) πρέπει να κινείσαι, όποιος και αν είσαι, όταν κινείσαι σε μια συγκεκριμένη διαδρομή. [24] Καθώς η εξουσία διαχέεται, ο έλεγχος διαδρομών και ταχυτήτων διαμορφώνει το χώρο και το χρόνο της καθημερινής ζωής. Γι’ αυτό και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι πρωτίστως ο έλεγχος των χρονικών και όχι των χωρικών ορίων. [25] Η διαφοροποίηση του γαλλικού προαστίου από την υπόλοιπη μητρόπολη βασίζεται στο ότι η σύνδεσή του είναι ελεγχόμενη: συντελείται μέσω συγκεκριμένων ελεγχόμενων διαδρομών και συγκεκριμένων ταχυτήτων μετάβασης. Οι εμπρησμοί αυτοκινήτων δήλωσαν συμβολικά την αμφισβήτηση των ορίων αυτών, την άρνηση να ακολουθήσουν οι εξεγερμένοι τις διαδρομές και τις ταχύτητες που επιβάλλει ο έλεγχος.

Εδώ, όμως, πρέπει πάλι να αντισταθούμε σε μια αρνητικιστική θεώρηση αυτής της πρακτικής. Το κάψιμο των αυτοκινήτων δεν σήμαινε απλώς «αφήστε μας ήσυχους». Αντιθέτως, έγινε η βούληση για κοινή ζωή χωρίς τον έλεγχο που ασκείται από την εξουσία. Η μετακίνηση με το αυτοκίνητο, σε αντίθεση με τα «μέσα μαζικής μεταφοράς», αναιρεί τη δυνατότητα δημιουργίας πλήθους. Οι χώροι μαζικής μεταφοράς αποτελούν τόπους συγκέντρωσης του πλήθους, καθώς αναπόφευκτα η ίδια κάψουλα περικλείει ένα ετερόκλητο αμάλγαμα από ανθρώπους διαφορετικών τάξεων, ομάδων, ιδεολογιών, προελεύσεων και φύλων, οι οποίοι παρ’ όλο που κατεβαίνουν σε διαφορετικές στάσεις υποχρεώνονται να συνυπάρξουν λόγω της ταχύτητας. Η συνύπαρξη αυτή επιτρέπει τον έλεγχο, καθώς επιβάλλει κανονιστικές συμπεριφορές ευπρέπειας και κοσμιότητας αλλά και την αμφισβήτησή τους. [26] Αντιθέτως, η χρήση του αυτοκινήτου τείνει να τεμαχίσει και να ιεραρχήσει το πλήθος: η μεταφορά είναι ατομική, οι κανόνες και οι κώδικές της αυστηρά εξατομικευμένοι. Καθένας χωριστά ακολουθεί σήματα στο δρόμο, σε διαφορετικές ταχύτητες ανάλογα με τις δυνατότητες του αυτοκινήτου του. Οι εμπρησμοί αυτοκινήτων αποτέλεσαν συλλογικές δράσεις που επαναπροσδιόρισαν την κίνηση στην πόλη σαν να μην υπήρχε η ανάγκη για τα όρια ταχύτητας και τις προκαθορισμένες διαδρομές που να οδηγούν στο κέντρο. Δεν ευνόησαν ούτε την κανονιστική συνύπαρξη του πλήθους εντός των ίδιων βαγονιών, ούτε την εξατομικευμένη «απόδραση» από τα προάστια, αλλά έδειξαν προς την κατεύθυνση εναλλακτικών αλλά κοινών διόδων διαφυγής, μονοπατιών που αμφισβητούν την ίδια τη λογική της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και παρακάμπτουν τα χρονικά και χωρικά όρια που θέτει ο έλεγχος.

Οι εμπρησμοί αυτοκινήτων, αποτελεσματικοί και θεαματικοί μέσα στην παράδοξη στρατηγική τους, άρθρωσαν ένα διπλό κάλεσμα για το πλήθος. Από τη μία πλευρά αμφισβήτησαν τα όρια που διαχωρίζουν τα προάστια από το υπόλοιπο Παρίσι, όρια που δεν έχουν τη μορφή αυστηρών διαχωριστικών γραμμών αλλά ελεγχόμενων διόδων. Και από την άλλη πλευρά, προέταξαν την πιθανότητα κοινής ζωής μέσω της χάραξης οδών διαφυγής. Αν λοιπόν η ελευθερία και η δυνατότητα της μετακίνησης των πολιτών είναι η δημοκρατική επίφαση της γαλλικής κοινωνίας, της ενσωμάτωσης, οι εξεγερμένοι την απαρνήθηκαν. Στις επίσημες διακηρύξεις της γαλλικής κυβέρνησης υπήρχε μια εμμονή: να επαναλαμβάνεται διαρκώς ότι παρ’ όλο που τα προάστια φαίνονται απομονωμένα, είναι στην πραγματικότητα άμεσα συνδεδεμένα με την υπόλοιπη κοινωνία. Σε πείσμα αυτής της εμμονής, όμως, οι εξεγερμένοι αυτοαποκλείστηκαν. Το κάψιμο των αυτοκινήτων αντιτάχτηκε άμεσα σε αυτή την εμμονή, δηλώνοντας την επιθυμία να κοπούν βίαια οι προκαθορισμένες μορφές επικοινωνίας μεταξύ των προαστίων και του κέντρου, να κοπούν οι δίοδοι διαμεσολάβησης και οι πιθανότητες επιλεκτικής ενσωμάτωσης. Το ριζοσπαστικό κομμάτι της εξέγερσης ήταν ακριβώς η στρατηγική αυτή (που δεν ήταν προϊόν άλογου καταναλωτισμού, ούτε όμως και παράλογου ξεσπάσματος βίας), η οποία ανέτρεπε τις παραμέτρους του ελέγχου αρνούμενη ακριβώς τη λογική του.

Η δράση των εξεγερμένων αντιτάχτηκε στην εξουσία, τη διάχυτη εξουσία που ασκεί έλεγχο στα γαλλικά προάστια. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται ακριβώς το παράδοξο των εξεγέρσεων, ότι δηλαδή η ανάφλεξή τους συνέπεσε χρονικά με τα σχέδια της κυβέρνησης Σαρκοζί να αυξήσει της αστυνόμευση των προαστίων, δηλαδή να εντατικοποιήσει την αποτελεσματικότητα της εξουσίας χρησιμοποιώντας αντιοικονομικές μεθόδους άμεσης καταστολής. Η εξέγερση ήρθε τη στιγμή ακριβώς που η εξουσία υπαναχώρησε από τον έλεγχο στον εγκλεισμό και στην άμεση άσκηση βίας. Και ενώ οι πιέσεις για το πλήθος εντατικοποιήθηκαν, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και με το θάνατο των δύο ανθρώπων που πυροδότησαν τα γεγονότα, παράλληλα εμφανίστηκε στο προσκήνιο η αδυναμία των γαλλικών αρχών να ελέγξουν μορφές δράσης που διαχέονται. Με άλλα λόγια, καθώς η εξουσία υπαναχώρησε στο συγκεντρωτικό παρελθόν της και ξαναέγινε Εξουσία, οι στρατηγικές διάχυσης των εξεγερμένων αποδείχτηκαν πολύ πιο αποτελεσματικές και ουσιαστικές.

Τις πρώτες νύχτες της εξέγερσης, που οι κάμερες παρακολούθησης είχαν καταστραφεί, που η αστυνομία φοβόταν ακόμη να πλησιάσει, που οι εξεγερμένοι έκρυβαν τα πρόσωπά τους με μαντίλια και έκαιγαν αυτοκίνητα, τα προάστια βρέθηκαν «εκτός ελέγχου». Αυτή η κατάσταση «εκτός ελέγχου» είναι η πιο ευοίωνη υπόσχεση της εξέγερσης των προαστίων. Πρέπει εδώ να θυμηθούμε ότι οι εξεγερμένοι, αν και νέοι, είχαν τη συντριπτική υποστήριξη των κατοίκων των περιοχών τους. Όχι μόνο γιατί και εκείνοι ανατρίχιασαν από το θάνατο άλλων δύο ανθρώπων, όχι μόνο γιατί και εκείνοι μισούν τον Σαρκοζί, όχι μόνο γιατί αισθάνονται πολύ μεγαλύτερη αλληλεγγύη με τους εξεγερμένους απ’ ό,τι με τη γαλλική αστυνομία, αλλά ίσως γιατί αναγνώρισαν ότι εκτυλίσσεται μπροστά τους ένα δυνάμει κοινό εγχείρημα. Η χάραξη οδών διαφυγής από τον έλεγχο της εξουσίας.

Η εξέγερση των προαστίων δεν ήταν ένα γεγονός με αρχή, μέση και τέλος, τουλάχιστον όχι με αυτή τη σειρά. Η εξέγερση αναπτύχθηκε, αντιθέτως, σε ριζωματική μορφή. Δεν ακολούθησε τη γραμμική πορεία κινημάτων που ξεκινούν από ένα σημείο και απλώνονται ώστε να δημιουργήσουν μάζες που δυναμικά πορεύονται με έναν κοινό σκοπό προς τον κεντρικό πύργο. Η εξέγερση ξεπήδησε στα προάστια του Παρισιού και διαχύθηκε σε άλλα προάστια εκτός της πρωτεύουσας. Η αστυνομική καταστολή που ακολούθησε ήταν αποτελεσματική μόνο ως προς την επαναφορά της «τάξης» στα προάστια, αλλά όχι ως προς την επίδραση της εξέγερσης που διαχύθηκε και συνεχίζει να διαχέεται πέρα από τα προάστια, πέρα από τη Γαλλία και πέρα από την Ευρώπη. Δηλαδή η καταστολή της εξέγερσης δεν σηματοδοτεί ένα τέλος. Σαν ρίζωμα, ακόμη και αν αποκοπεί από τις ρίζες της, η εξέγερση θα ξεπηδήσει σε διαφορετικό πλαίσιο, με διαφορετική μορφή.


[1] Για τη μετάβαση από την κοινωνία της πειθαρχίας στην κοινωνία του ελέγχου, βλ. Gilles Deleuze, «Post-scriptum sur les societes controle», στο Pourparlers (Paris: Les Editions de Minuit, 1990).
[2] Η απόδραση ως νοσταλγία αποτυπώνεται σε χολυγουντιανές περιπέτειες σαν το The Beach (σκηνοθέτης: Danny Boyle). Ο Sandro Mezzadra υποστηρίζει, σε ένα πρόσφατο άρθρο, ότι η απόδραση είναι μια μορφή πολιτικής δράσης που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, καθώς έχει στιγματιστεί αρνητικά από το συσχετισμό της με την αποστασία, την εγκατάλειψη, την έξοδο από τον αγώνα. Στο παρελθόν η απόδραση έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αντιπολεμικά και οικολογικά κινήματα και σήμερα επιβάλλεται να εισέλθει εκ νέου στο πεδίο της πολιτικής δράσης μέσω των μεταναστευτικών κινημάτων. Προσπαθούμε σε αυτό το άρθρο να ακολουθήσουμε την προτροπή του. Βλ. Sandro Mezzadra, «The Right to Escape», Ephemera 3, no. 4 (2004): 267-75.
[3] Χρησιμοποιούμε τον όρο γαλλικά προάστια για να τονίσουμε τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου χώρου και χρόνου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε να προσδώσουμε ενότητα ως προς την εμπειρία των προαστίων, που χαρακτηρίζονται από σημαντικές χωροχρονικές διαφοροποιήσεις εκτός, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις εντός, της γαλλικής επικράτειας.
[4] Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Μαρλιέρ αναφέρει ότι τα γαλλικά προάστια είναι οι χώροι των εξεγερμένων, οι εξεγερμένοι είναι δηλαδή συμβολικοί ιδιοκτήτες τους, αλλά ταυτόχρονα είναι και φυλακισμένοι σε αυτούς. Eric Marliere «Banlieues: qui sont les jeunes en colere?», Le Monde , 7 Νοεμβρίου 2005: 3.
[5] Ριζωματική υπό την έννοια ότι συντίθεται και αποσυντίθεται, επανασυντίθεται, με πιθανόν διαφορετική μορφή σε ένα πιθανόν διαφορετικό πλαίσιο, και αποσυντίθεται και πάλι: δεν έχει ρίζες, άρα δεν καταστρέφεται. Ριζωματική, σε αντίθεση με γενεαλογική, χωρίς τη συνοχή που δίνει η χάραξη μιας αρχής και η πορεία προς ένα τέλος. Βλ. Gilles Deleuze και Felix Guatarri, A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia , μτφ. Brian Massumi (Λονδίνο: Athlone Press, 1999): 3-25.
[6] Όπ.π.: 98.
[7] Όπ.π.: 101.
[8] 153 βουλευτές και 49 μέλη της Συγκλήτου κυρίως της Δεξιάς ζήτησαν να δικαστούν συγκεκριμένα συγκροτήματα ραπ για ηθική αυτουργία στις εξεγέρσεις. Στην πλειοψηφία τους τα τραγούδια στα οποία αναφέρθηκαν είχαν γραφτεί πριν από μία δεκαετία και πολλά συγκροτήματα είχαν ήδη διαλυθεί. «Des parlementaires reclament des poursuites contre des rappeurs», Le Monde , 24.11.2005 http://atouteslesvictimes.samizdat.net  (10 Φεβρουαρίου 2006).
[9] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σαρκοζί δήλωσε πως τα προληπτικά μέτρα θα πρέπει να εστιάζουν στο θέμα του ελέγχου από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, όταν θα πρέπει να αναγνωρίζονται τα προβλήματα συμπεριφοράς και να αντιμετωπίζονται με τη βοήθεια ψυχιάτρων και επιθεωρητών που θα δηλώνουν τις «προβληματικές περιπτώσεις» στους δήμους. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε να αναλάβουν οι δημοτικές αρχές την εκμάθηση γαλλικών σε γονείς προκειμένου να «ανακτήσουν την εξουσία στα παιδιά τους». Βλ. «Sarkozy aux prefets: reperer les bebes futurs delinquants» στο http://atouteslesvictimes.samizdat.net(10 Φεβρουαρίου 2006).
[10] « la plupart du temps kan on sort d'une cite,
keskon nous fait, on nous met dans un lycee professionnel sa y est il passe un CAP ou BEP et on s'est debarrasse de lui
C'EST FINI SA maintenant on va a la fac, maintenant on fait les memes etudes que ceux ki vivent dans le 16e, dans le 15 ou n'importe ou, on fait les memes etudes, on a les memes capacit ι s d'intelligence, ils sont n ι 9 mois comme nous et on profite de la meme chose,
c'est fini!! notre arme c'est pour revolutionner sa»
Βλ. http://clichysousbomb.skyblog.com/12.html (10 Φεβρουαρίου 2006).
[11] Βλ. http://blogs.guardian.co.uk/news/archives/2005/11/07/blogs_and_banlieues.html(10 Φεβρουαρίου 2006).
[12] Βλ. http://clichysousbomb.skyblog.com/12.html (10 Φεβρουαρίου 2006).
[13] Deleuze and Guatarri, A Thousand Plateaus, όπ.π.: 178.
[14] Όπ.π.: 115
[15] Φραντς Κάφκα, Η Δίκη , μτφρ. Τέα Ανεμογιάννη (Αθήνα: Θεμέλιο, 1981): 217-18.
[16] Βλ τη συζήτηση στο Giorgio Agamben, State of Exception , μτφρ. Kevin Attell (Chicago: ChicagoUniversityPres, 2005): 62-64.
[17] Η πρωτοχρονιάτικη υπόσχεση του προέδρου Σιράκ για υιοθέτηση πρόσθετων μέτρων που θα βοηθήσουν στην ενσωμάτωση των εξεγερμένων στη γαλλική κοινωνία είναι λοιπόν παράδοξη. Ο Σιράκ υποθέτει λανθασμένα, αλλά βέβαια εσκεμμένα, ότι οι εξεγερμένοι απευθύνθηκαν σε αυτόν –τον εκπρόσωπο του «κέντρου» της εξουσίας– και απαντά στα υποτιθέμενα αλλά ανύπαρκτα αιτήματά τους.
[18] Βλ. Michael Hardt και Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000): 22-41, για μία ανάλυση της απουσίας κέντρου από τις σύγχρονες μορφές εξουσίας.
[19] Deleuze and Guattari, Kafka: Toward a Minor Literature , μτφρ. Dana Polan (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1986).
[20] Όπ.π.: 51.
[21] Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιστροφή σε αντιοικονομικές μορφές εξουσίας αποικιακού τύπου που βασίζονται στον εγκλεισμό και την άσκηση άμεσης βίας δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως σκάνδαλο αλλά «διαρρέει» στα ΜΜΕ για να επιδείξει ισχύ και να εκφοβίσει. Τα βίντεο με τους βασανισμούς κρατουμένων στο Γκουαντάναμο ή τις φυλακές του Ιράκ κινηματογραφούνται από τους ίδιους τους στρατιώτες-δεσμοφύλακες με σκοπό να καταγράψουν την απόλυτη «ισχύ» που διαθέτουν απέναντι στα θύματά τους.
[22] Βλ. Yann Moulier Boutang, «The Old New Clothes of the French Republic, in Defense of the Supposedly “Insignificant” Rioters», στο http://multitudes.samizdat.net/article.php3?id_article=2155 (10 Φεβρουαρίου 2006).
[23] Οι Χαρτ και Νέγκρι αναλύουν την αρχή της αντιπροσώπευσης ως έναν μηχανισμό που συνδέει το πλήθος με την κυβέρνηση και ταυτόχρονα το αποκόπτει από αυτή. Η αντιπροσώπευση είναι μια «δημοκρατική» λύση για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της απόλυτης δημοκρατίας. Michael Hardt και Antonio Negri, Multitude: War and in the Age of Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2004): 241-42.
[24] Βλ. Paul Virilio, Speed and Politics: An Essay on Dromology , μτφρ. Mark Polizzoti (New York: Semiotext(e), 1986).
[25] Γι’ αυτόν το λόγο ο Αγκάμπεν γράφει: «Το πρωταρχικό καθήκον μιας αυθεντικής επανάστασης δεν είναι ποτέ ως εκ τούτου απλά και μόνο “να αλλάξει τον κόσμο”, παρά και προπαντός να “αλλάξει τον χρόνο”». Βλ. Χρόνος και Ιστορία: Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς , μτφρ. Δημήτρης Αρμάος (Αθήνα: Ίνδικτος, 2003): 13.
[26] Το κάψιμο αυτοκινήτων από τους εξεγερμένους μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με την άρνηση συμμόρφωσης στους «κώδικες ευπρέπειας και πολιτισμού» που έχουν επιβληθεί στο μετρό και το RER. Η εμπειρία του RER είναι μεταβατική: σκοπεύει να «μυήσει» τους κατοίκους των προαστίων στους κώδικες συμπεριφοράς που πρέπει να ακολουθήσουν αν θέλουν να γίνουν στοιχειωδώς αποδεκτοί στους τόπους προορισμού τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία από τη δεκαετία του 1970 έχει ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια προκειμένου να γίνουν οι χώροι μαζικής μεταφοράς (σταθμοί, βαγόνια, εμπορικά κέντρα) πιο «φιλόξενοι» για τους επιβάτες. Ο προσδιορισμός αυστηρών κανόνων αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην «καταπολέμηση της βίας, της κούρασης, του συνωστισμού, της βρόμας, του θορύβου». Βλ. Alain Milon, «Une Transhospitalite», στο Le Livre de l’hospitalite , επιμ. Alain Montandon (Paris: Bayard, 2004). Η εξουσία ασκείται πλέον μέσω αυτών των πρακτικών καθορισμού «ορθής συμπεριφοράς», και όχι μέσω της άμεσης επιβολής της βίας, είναι η εξουσία του ελέγχου. Ο chef de station μετονομάζεται σε agent d’ accueil et d’ information, οι κάμερες τοποθετούνται σε στρατηγικά σημεία, και η ασφάλεια ανατίθεται σε ιδιωτικές εταιρείες που περιπολούν. Αυτό που αποκτά σημασία είναι η υιοθέτηση των κανόνων «ορθής συμπεριφοράς» προκειμένου το πλήθος να μετακινείται ομοιόμορφα και ελεγχόμενα. Παράλληλα, δημιουργείται και η δυνατότητα εναλλακτικών πρακτικών αντίδρασης στον έλεγχο. Τα γκράφιτι κοντά στις ράγες του τρένου, του μετρό και του RER και η προκλητική ή και απειλητική συμπεριφορά που αναιρεί τους κώδικες αποτελούν πρακτικές αντίδρασης στον έλεγχο. 
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=938&Itemid=29

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου