Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Μικρή Αναδρομή στις Μεγάλες Μητροπολιτικές Εξεγέρσεις ( 2 ) L.A. L.A. FUCK THE U.S.A.(1992)


Το θυμάστε το σύνθημα;

Το φωνάζαμε μεθυσμένοι σχεδόν εκείνον τον Απρίλη του 1992 όταν αυθόρμητα ουσιαστικά γεμίσαμε τις κεντρικές πλατείες των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας διαδηλώνοντας για την εξέγερση στο Los Angeles.

Διαδηλώναμε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα υπέρ της συγκλονιστικότερης στα μάτια μας (ή στο φαντασιακό μας) εξέγερσης, όλοι εμείς που δεν ζήσαμε το κίνημα του ’60 στην Αμερική, το Μάη του ’68 στο Παρίσι, ή το πολυτεχνείο του ’73.

Μόλις μάθαμε την είδηση, βγήκαμε στους δρόμους μαγεμένοι από αυτό που φανταζόμασταν σαν τον τριγμό, επιτέλους, του τέρατος, μια μεγάλη εκδίκηση της ψυχής μας και των καταπιεσμένων όλου του κόσμου απέναντι στο αναγγελλόμενο «τέλος της ιστορίας».

Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Κι όχι μόνο αυτό. Τώρα η καρδιά της εξέγερσης χτυπούσε στο κέντρο του τέρατος, στην καρδιά της Αμερικής, στην πόλη Των Μαύρων Αγγέλων, κάνοντας τον (πατέρα) Τζωρτζ Μπους να χάσει τον ύπνο του για πάντα. 

Αυτό που τότε γλεντούσαμε σαν εξέγερση στο κέντρο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, σήμερα ξέρουμε πως ήταν κάτι πολύ βαθύτερο. Ήταν η κραυγή της πολιτισμένης ανθρωπότητας απέναντι στη συντριβή και την πλήρη θρυμματοποίησή της από τη βαρβαρότητα της "αγοράς".

Μια μικρή αναδρομή στην εξέγερση της 
μαύρης νεολαίας του Λος Άντζελες λοιπόν.

Σήμερα, που o πρωθυπουργός της Βρετανίας  Ντέιβιντ Κάμερον προστρέχει ξανά στον αρχιγκάνκστερ της καταστολής της εξέγερσης του LA, τον λεγόμενο και "σουπερ μπατσο"  Μπιλ Μπράτον, ο οποίος μεταβαίνει από τις ΗΠΑ στη Βρετανία για να συμβουλεύσει την κυβέρνηση Κάμερον πώς να αντιμετωπίσει την κρίση που ξέσπασε μετά τον φόνο του 29χρονου Ντάγκαν από την αστυνομία.


                            Εδω ο Μπιλ Μπρατον, κατα τη διαρκεια της εξεγερσης στο Los Angeles το 1992

 

Αναδημοσιευουμε το εξαιρετικο αρθρο

Los Angeles 1992: πολη και εξεγερση

Δημοσιευμένο στο blog  το παραμυθι της πολης






Κυριακή, 3 Μαρτίου 1991. Ο Rodney King, μαζί  με τον φίλο του Bryant Allen, οδηγούν το αυτοκίνητό τους όταν ένα περιπολικό της αστυνομίας τους κάνει σήμα να σταματήσουν. Ο King τους αγνοεί και ξεκινάει ένα ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους του Los Angeles. Μετά από 8 χιλιόμετρα και ενώ τα αυτοκίνητα έχουν αναπτύξει ταχύτητες διπλάσιες των επιτρεπτών ορίων, ο οδηγός συλλαμβάνεται. Αυτό που ακολουθεί είναι ανατριχιαστικό και καταγράφεται από την ερασιτεχνική κάμερα του George Halliday, έναν κάτοικο της περιοχής ο οποίος παραδίδει το βίντεο ντοκουμέντο στις αστυνομικές αρχές την επόμενη ακριβώς μέρα. Ο απολογισμός; 11 κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ρήξη νεφρού. Το βίντεο προβάλλεται από το κανάλι 5, καθώς και από άλλα διεθνή δίκτυα. Δέκα μέρες μετά, οι αστυνομικοί παραπέμπονται σε δίκη, με την αστυνομική αναφορά να παραλείπει πλήρως το κομμάτι του ξυλοδαρμού. Και οι τέσσερις δήλωσαν αθώοι.

Η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε ένα χρόνο μετά την αρχική παραπομπή. Η Αμερικανική δικαιοσύνη έκανε από την αρχή γνωστές τις προθέσεις της μεταφέροντας τη δίκη σε ένα προάστιο του Los Angeles. Σε μία περιοχή, που κατοικείται κυρίως από λευκούς μεσοαστούς. Το σώμα των ενόρκων αποτελείτο επίσης από λευκούς αμερικανούς είτε φιλικά, είτε συγγενικά προσκείμενους σε εργαζόμενους στο αστυνομικό σώμα. Αυτό όμως δεν αποτελούσε για το δικαστήριο αιτία απόρριψης.
Στα μάτια των ενόρκων ο Rodney King παρουσιάστηκε ως ένας ”θηριώδης, επιθετικός ύποπτος”, ως ένας ”πρώην κατάδικος”, ο οποίος πολύ πιθανό να βρισκόταν και υπό την επήρεια ναρκωτικών και ο λόγος για τον οποίο ξυλοκοπήθηκε ήταν γιατί δεν συμμορφώθηκε με τις εντολές των 25 αστυνομικών που ήταν παρόντες, προκειμένου να πάρει την κατάλληλη στάση για να τον συλλάβουν.

Ένα χρόνο μετά, η ετυμηγορία του λευκού δικαστηρίου, ήταν αθώωση για όλες τις κατηγορίες και για όλους τους κατηγορούμενους. Η εξέγερση ξεσπά στις γκετοποιημένες περιοχές τους Los Angeles στις 30 Απριλίου του 1992 και σύντομα εξαπλώνεται και σε άλλες πόλεις των Η.Π.Α. Βίαιες διαδηλώσεις, λεηλασίες καταστημάτων, καταστροφές πλουσίων συνοικιών, επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα, συγκρούσεις και εμπρησμοί. Το Los Angeles καίγεται. Ο Μπους, αναγκάζεται να ζητήσει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να αναθέσει σε ομοσπονδιακό δικαστήριο την έκδοση της απόφασης σχετικά με την επανάληψη της δίκης και να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Στέλνει στην πόλη 750 ομοσπονδιακούς αστυφύλακες για να ενωθούν με την αστυνομική δύναμη της πόλης, 2800 Εθνοφρουρούς, ενώ 4000 στρατιώτες βρίσκονται σε ετοιμότητα για πρώτη φορά στην πόλη από τη δεκαετία του ’60. Μέσα σε τρεις νύχτες στο Los Angeles μόνο, σκοτώνονται περίπου 60 άτομα, τραυματίζονται 2300 και γίνονται περίπου 13.200 συλλήψεις.

Η αναταραχή του 1992 ήταν πολύ πιο πολύπλοκη από την εξέγερση του Watts το 1965, μολονότι ορισμένα θέματα, όπως η κατάχρηση εξουσίας της αστυνομίας, παρέμεναν αυτούσια. Αυτές οι ταραχές στο Mid-City, συγκεράστηκαν από τα περισσότερα δελτία ειδήσεων με τα γεγονότα σε περιοχές με πλειοψηφία μαύρων κατοίκων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η έκδοση Inside the L.A. Riots του Institute for Alternative Journalism, περιέχει 70 δραματικές φωτογραφίες, μόνο μία από τις οποίες παρουσιάζει κάποιον λατίνο. Η πραγματικότητα όμως, ήταν τελείως διαφορετική. Οι εξεγέρσεις στο Downtown δεν ήταν φυλετική υπόθεση. Ο ξυλοδαρμός του Rodney King και η αθώωση των αστυνομικών ήταν μόνο η αφορμή για να βγουν στο δρόμο εκατοντάδες μετανάστες, που ζούσαν τη φρίκη της αυξανόμενης ανεργίας και των ανύπαρκτων οικονομικών ευκαιριών, σε μία πόλη όπου το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχιας αυξανόταν κατά μία εκατοστιαία μονάδα το χρόνο.[1]

Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος παρατηρητής είχε στη διάθεσή του δραματικές ενδείξεις για την επερχόμενη κοινωνική θύελλα στους μήνες πριν από τις ταραχές της άνοιξης του 1992. Περικοπές στις αμυντικές δαπάνες και το σκάσιμο της ιαπωνικής χρηματοοικονομικής φούσκας, συνέβαλαν να βυθιστεί η οικονομία της Νότιας Καλιφόρνια στη χειρότερη οικονομική ύφεση μετά το 1983. Ανθρώπινη απόγνωση σε μια τόσο ευρεία κλίμακα, δεν είχε ποτέ φωτογραφηθεί στην πόλη. Όπως γράφει και ο Davis, «παρά την εμμονή των ταμπλόιντ στη βία των μαύρων, μονάχα το 36% των συλληφθέντων ταραξιών ήταν Αφροαμερικανοί, ενώ το 52% είχε ισπανικά επώνυμα και 10% ήταν λευκοί. Εξάλλου, η μεγαλύτερη πυκνότητα ”περιστατικών” που σχετίζονταν με τις ταραχές εκδηλώθηκε νότια του αυτοκινητοδρόμου της Santa Monica, σε περιοχές όπου κυριαρχούν Λατίνοι και Ασιάτες».[2]

Η επίσημη αντίδρασή ήταν μαζική, σκληρή και αδιαπραγμάτευτη. Κλήθηκαν Συνοριακοί φρουροί από το Τέξας οι οποίοι για εβδομάδες χτένιζαν τους δρόμους του Los Angeles για άτομα χωρίς πιστοποιητικά, ενώ οι ελίτ μονάδες Metro Squad του LAPD, με τη συμβολή της Εθνοφρουράς του στρατού και των πεζοναυτών, έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις φτωχογειτονιές, αναζητώντας κλοπιμαία. Πολλοί άστεγοι και μετανάστες βρέθηκαν στις φυλακές, γιατί απλά και μόνο είχαν παραβιάσει την απαγόρευση κυκλοφορίας. Το γενικότερο κλίμα αστάθειας και τρομολαγνείας που είχε δημιουργηθεί, έδωσε βήμα σε προτάσεις ακραίου παραλογισμού και χυδαίας ρατσιστικής διάθεσης. Διάφοροι εξαγριωμένοι πολιτικοί των πλουσίων προαστίων, υπερθεμάτιζαν υπέρ τις απέλασης των μεταναστών, ακόμα και τις αφαίρεσης της αμερικανικής ιθαγένειας στα παιδιά τους, παρ’ όλο που αυτά είχαν γεννηθεί σε αμερικανικό έδαφος.

Ανεπηρέαστη δεν θα μπορούσε να μείνει και η οικονομική ζωή της περιοχής. Οι ταραχές επίσπευσαν τη φυγή κεφαλαίου και θέσεων εργασίας στη δυτική πλευρά του Downtown, στην εμπορική ραχοκοκαλιά του Mid-City προκαλώντας την οριστική κοινωνική ερήμωση του παραδοσιακού εμπορικού κέντρου. Οι ελάχιστες εναπομείνασες επιχειρήσεις έλυναν τα συμβόλαιά τους η μία μετά την άλλη και μετέφεραν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στο Bunker Hill, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την κινηματογραφική, φουτουριστική εικόνα του Los Angeles· αυτή της πόλης φάντασμα με τα ψηλά κτίρια.

«Καλωσήλθατε στο μεταφιλελεύθερο Los Angeles, όπου η υπεράσπιση των λάιφ στάιλ πολυτελείας μεταφράζεται σε μια διάχυση νέων μορφών καταστολής στο χώρο και την κίνηση, ζωσμένων με την πανταχού παρούσα ”ένοπλη απάντηση”».[3] Λίγο πριν το 1992 και το όραμα για την πόλη της Νότιας Καλιφόρνια έχει αποκτήσει σάρκα και οστά. Όραμα που βρίσκει την πλήρη ενσάρκωσή του στην απαίτηση για ασφάλεια. Μία λέξη που κινητοποίησε τα χρόνια μετά την εξέγερση στο Watts, όλες τις πολιτικές ανασυγκρότησης του πυρήνα της πόλης του Los Angeles.

Los Angeles, Αύγουστος, 1965. Η κεντρική περιοχή της πόλης (Downtown), έχει παγώσει. Οι χρηματοοικονομικοί κολοσσοί και οι μεγάλες επιχειρήσεις της περιοχής, στα πλαίσια μιας ύστατης προσπάθειας να ”διαφυλάξουν” τις παραγωγικές τους δραστηριότητες, οργανώνουν μία επιτροπή, την ”Επιτροπή των 25”. Αναζητούν λύσεις και άμεσα μέτρα, ούτως ώστε να προλάβουν οποιαδήποτε ανάφλεξη των γεγονότων που θα κατέλυε για άλλη μία φορά την εύρυθμη οικονομική τους λειτουργία. Λύση σε αυτό το λειτουργικό αδιέξοδο έρχεται να δώσει η αστυνομία του Los Angeles (LAPD). Προειδοποιεί για ένα επερχόμενο κύμα εξεγέρσεων, μια επικείμενη ”μαύρη πλημμύρα”, που αλλάζει ριζικά τα σχέδια και τις προθέσεις των επιχειρήσεων για μία ανασυγκρότηση του παλιού επιχειρηματικού κέντρου της πόλης. Η απάντηση είναι μία και μάλιστα προωθείται άμεσα.

Με τη στήριξη της αστυνομίας και υπό τη δαμόκλειο σπάθη των επικείμενων νέων αναταραχών, οι εταιρίες διεκδικούν την μετακίνηση των εγκαταστάσεών τους. Και το επιτυγχάνουν με τους ευνοϊκότερους, γι’ αυτές, όρους. Το Downtown φαντάζει πλέον αδύναμο να προστατεύσει και να υποστηρίξει την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ευρωστία και την κοινωνική συνύπαρξη. Με αυτό το επιχείρημα καταφέρνουν να πείσουν τη Δημαρχία του Los Angeles, να επιδοτήσει τη μεταστέγασή τους, σε έναν καινούριο χρηματοοικονομικό τομέα μόλις λίγα τετράγωνα απόσταση προς τα δυτικά, στην κορυφή του Bunker Hill.

Η μετακίνηση έγινε. Η στρατηγική που πρότειναν οι επιχειρήσεις χαιρετίστηκε ως ”αναγέννηση” του Downtown, και μάλιστα συνοδεύτηκε από μία σειρά επεμβάσεων στο επίπεδο της πόλης. Επεμβάσεις που κρίθηκαν ως αναμενόμενες, επιβεβλημένες ή το λιγότερο, απόλυτα δικαιολογημένες. Ο φόβος των γεγονότων που προηγήθηκαν ήταν κακός σύμβουλος ακόμα και για τους πιο ρομαντικούς θιασώτες των δικαιωμάτων των πολιτών και του λειτουργικού αστικού περιβάλλοντος. Ο νέος οικονομικός και εμπορικός πυρήνας της πόλης, οχυρώθηκε πίσω από μεγάλες ανατιμήσεις στις αξίες της γης και από «έναν προμαχώνα από βαθμιδωτές περιφράξεις, τσιμεντοκολώνες και τείχη από αυτοκινητόδρομους».[4] Οι παραδοσιακοί δεσμοί με την υπόλοιπη πόλη κόβονται. Οι πεζοδιαβάσεις που ένωναν έως τότε το Bunker Hill και τον προγενέστερο οικονομικό κέντρο ξηλώνονται και η κυκλοφορία μεταφέρεται κάποια επίπεδα ψηλότερα, με τη δημιουργία εναέριων διαβάσεων αποκομμένων από το επίπεδο της πόλης. Οι αβίαστες, καθημερινές μετακινήσεις στην πόλη διανθίζονται με την εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας και παρακολούθησης. Η είσοδος και η έξοδος πλέον, στις εναέριες αυτές διαβάσεις γίνεται υπό το άγρυπνο και ακούραστο βλέμμα μίας ιδιωτικής κάμερας. Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου του Los Angeles – που αργότερα έμελλε να αποτελέσει παράδειγμα επιστημονικής μελέτης μοναδικού κοινωνιολογικού, αρχιτεκτονικού και μορφολογικού ενδιαφέροντος – έχει μόλις αρχίσει να γεννιέται.

Και όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή. Τα χρόνια που ακολούθησαν το Los Angeles άρχισε να μεταμορφώνεται σε αυτό που πάντα ήθελε. Ένα φουτουριστικό, χολιγουντιανό, αντίγραφο πόλης, με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική και τον μηχανισμό της αστυνομίας, να λειτουργούν σαν μία ενιαία και μοναδική επιχείρηση ασφαλείας. Η καθολική και αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της σταυροφορίας να εδραιωθεί ασφάλεια στην πόλη είναι η κατάλυση με όλα τα μέσα του προσβάσιμου δημόσιου χώρου. Οι προσπελάσεις δυσχεραίνονται, τα πάρκα κλείνουν, οι συγκεντρώσεις νέων απαγορεύονται, οι παραλίες χωρίζονται σε ζώνες, ολόκληρες περιοχές ερημώνουν στο όνομα της μη οικονομικής συμβολής τους στην επιχειρηματική ανάπτυξη της πόλης και ο δημόσιος χώρος αντιμετωπίζεται ως κάτι που αναγκαστικά διασχίζει κανείς. Η ίδια η πόλη, που κατοικείται από αρκετά εκατομμύρια μετανάστες, κάνει τα πάντα για να τους εκτοπίσει.

Η τάση αυτή ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, πριν το 1992, και από τη νέα παγκόσμια τάση κάποιον μητροπόλεων ως προς την αλλαγή στο ρόλο που κλήθηκαν να παίξουν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό στερέωμα. Η ανάδυση ενός νέου μοντέλου αστικής συγκρότησης και η εγκαθίδρυση του σε μια νέα κλίμακα παγκόσμιας οικονομικής ιεραρχίας, έχει καταστήσει τις πόλεις κομβικούς τόπους συναλλαγής ροών σε διεθνές επίπεδο. Δεν είναι η παραδοσιακή μορφή των πόλεων, αλλά ένας νέος τύπος αστικού χώρου, οι «παγκόσμιες πόλεις», όπως τις ονομάζει η Saskia Sassen,[5] ο οποίος αποτελεί το περιβάλλον ανάπτυξης νέων πολιτικών, νέων οικονομιών, νέων πολιτισμών. Δεν είναι το μέρος όπου τα προϊόντα παράγονται, αλλά ο τόπος όπου επινοούνται τα χαρακτηριστικά αυτών των αγαθών και διαχειρίζονται τα εμπορικά ρίσκα. Ένα νέο περιβάλλον (οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό, αλλά όχι κοινωνικό) μεταφοράς εμπορεύματος, πληροφορίας, γνώσης, μια πλατφόρμα διεθνών εφαρμογών, επιχειρήσεων και εμπορευμάτων. Τόποι – κλειδιά για την εγκατάσταση χρηματιστηριακού κεφαλαίου, εξειδικευμένων επιχειρήσεων και παραγωγής καινοτομίας στις παραπάνω επιχειρήσεις.

Αυτό το νέο, υπό διαμόρφωση, τοπίο συμβάλει ακόμα περισσότερο στην ιδιωτικοποίηση της αρχιτεκτονικής δημόσιας επικράτειας. Κανείς δεν επενδύει πλέον σε δημόσιο χώρο, από τη στιγμή που αυτός δεν κρίνεται ζωτικός για την ευημερία του επιχειρηματικού τους συστήματος. Αντιθέτως, οι επενδύσεις μετακυλύουν σε προτεραιότητες που προσδιορίζονται από τις επιχειρήσεις. Ο χώρος της πόλης ως ζωντανός θύλακας κοινωνικότητας, παύει να είναι βοηθητικός στη διαιώνιση του συστήματος. Η συνταγή είναι απλή: χρηματοοικονομικοί κολοσσοί, τράπεζες, και οι λοιπές, παντός τύπου επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, δεν χρειάζονται τον παραδοσιακό αστικό ιστό για να λειτουργήσουν, αλλά επεμβάσεις κλίμακας που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτή του ανθρώπινου μέτρου. Πελάτες, εμπορεύματα και υπηρεσίες, υφίστανται ανεξαρτήτως χώρου και τις περισσότερες φορές ανεξαρτήτως ανθρώπινης φυσικής παρουσίας.

Το ζήτημα του Λεφέβρ για ”δικαίωμα στην πόλη” βλέπει την μεταμοντέρνα εκδοχή του στο ”δικαίωμα στην ασφάλεια”, όπως αυτό διαγράφεται στα μάτια κάθε λευκού, γηγενή, αμερικανού πολίτη της μεσαίας ή ανώτερης τάξης, που προσδοκά από την πόλη του Los Angeles την ενσάρκωση της δικής του, καταναλωτικής, χώρας του Όζ. Η ίδια η έννοια της ασφάλειας γίνεται πλέον αγαθό και πολλές φορές αυτό που διαχωρίζει τους απλώς ευκατάστατους από τους αληθινά πλούσιους. Έχει να κάνει λιγότερο με προσωπική προστασία και περισσότερο με το βαθμό απομόνωσης σε οικιστικά σύνολα που αφήνουν απ’ έξω οτιδήποτε δεν έχει χώρο στον προστατευμένο θύλακά τους. Νησίδες περιχαρακωμένες από οτιδήποτε μη προβλέψιμο, είτε αυτό αφορά σε χώρο εργασίας, είτε σε κατοικία, είτε σε καταναλωτικά υπερσυγκροτήματα, είτε σε τόπους άθλησης και ψυχαγωγίας. Παντού ελέγχονται οι ροές εισόδου και εξόδου, αποδίδοντας στην ιδιότητα του μέλους αυτών των κλειστών clubs, μεγαλύτερη αξία και από την ιδιότητα του πολίτη.

Ο ταξικός πόλεμος (είτε ως καινούριος, είτε ως συνέχεια του φυλετικού πολέμου της δεκαετίας του ’60), διεξάγεται πλέον και στο επίπεδο του οικοδομικού περιβάλλοντος. Οι κοινωνικές αντιφάσεις και οι συγκρούσεις στην πόλη, που άλλοτε ήταν ορατές στο δημόσιο χώρο της, τώρα εκτοπίζονται. Έξω από τον οχυρωμένος πυρήνα του Downtown, και στην περίμετρο αυτού, αναπτύσσονται οικιστικές περιοχές φτηνού οικοδομικού αποθέματος και επιτελούν τις κλασικές λειτουργίες που προβλέπονται στη μεταβατική ζώνη του ανεπτυγμένου κέντρου: προσφέρουν αστικές πύλες εισόδου για τους φτωχότερους μετανάστες που μόλις έφτασαν στην πόλη (Μεξικό, Γουατεμάλα, Σαν Σαλβαδόρ) και εργάζονται συνήθως στα ξενοδοχεία και τις βιοτεχνίες ενδυμάτων του Downtown. Κατά διαστήματα, ο Δήμος του Los Angeles εφαρμόζοντας έναν ιδιόμορφο αστικό ψυχρό πόλεμου, υιοθέτησε πρακτικές προωθώντας την ”περίκλειση”[6] των μεταναστών και των αστέγων σε περιοχές πλήρως ελεγχόμενες (Skid Row), μεταμορφώνοντας την περιοχή σε ένα υπαίθριο φτωχοκομείο, προκαλώντας ένα μαζικό χωρικό απαρτχάιντ.

Σε μία πόλη με το μεγαλύτερο οικιστικό έλλειμμα σε ολόκληρη τη χώρα, οι κάτοικοι των συγκροτημάτων εργατικής κατοικίας βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με καταστάσεις που καταπατούν όχι μόνο κάθε θεσμική νομιμότητα, αλλά ακόμα και το στοιχειώδες δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Με το φόβο της έξωσης, διστάζουν να αξιώσουν οποιαδήποτε συνταγματική προστασία από την παράνομη έρευνα και την κατάσχεση. Υποβάλλονται σε σωματική έρευνα χωρίς κάποια βάση πιθανολόγησης, ενώ οι αστυνομικές αρχές εισβάλλουν στα σπίτια τους χωρίς δικαστικό ένταλμα. Σε ορισμένα οικιστικά συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, η δημόσια πρόσβαση ελέγχεται και περιορίζεται από ένοπλα φυλάκια, ενώ υποχρεούνται να υποβάλλουν καταλόγους με τους συνήθεις επισκέπτες. Η πολιτεία δίνει το ελεύθερο στους διαχειριστές να εκδιώχνουν τους δικαιούχους κρατικής επιδοτούμενης στέγης λόγω εγκλημάτων που διέπραξαν συγγενείς τους ή επισκέπτες τους. Μία μορφή συλλογικής τιμωρίας σε μία κοινωνία που η έννοια συλλογικό, μόνο τέτοια χαρακτηριστικά δύναται να προσλάβει.

Εκτός από την πλήρη στρατιωτικοποίηση ενός ήδη κοινωνικά εχθρικού περιβάλλοντος, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έρχεται τις περισσότερες φορές να υπηρετήσει και να αναπαράγει τις λογικές αυτές, επιλέγοντας μια σειρά από πρακτικές που επιτείνουν τον διαχωρισμό και συμπλέουν με τις κυρίαρχες κοινωνικές πολιτικές. Σε αυτή την κατεύθυνση, παίρνονται σχεδιαστικές αποφάσεις που προστατεύουν τις μετακινήσεις των κοινωνικά ισχυρότερων και τις καθιστούν ασφαλείς και αποστειρωμένες από τον μολυσμένο δημόσιο χώρο της πόλης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μετακινήσεων από και προς τα κτίρια Ronald Reagan και Los Angeles Times. Όπως αναφέρει ο Davis οι εξυπηρετήσεις των γραφείων γίνονται μέσω ενός υπόγειου δικτύου, που περιλαμβάνει εκτός από χώρο στάθμευσης, «υπέροχα διαμορφωμένους χλοοτάπητες και ”αλσύλλια”, και σε μία περίπτωση, ένα κατάστημα τροφίμων και μια ιστορική έκθεση. [...] Επίσης πρόσθεσε και μία τεράστια δόση απειλής – από ένοπλους φρουρούς, ασφαλισμένες πύλες και κάμερες ασφαλείας – για να εκφοβίσει και να κρατήσει σε απόσταση αστέγους και φτωχούς».[7]

Σε πόλεις όπως το Los Angeles στα πλαίσια της μετανεωτερικότητας μπορείς να παρατηρήσεις μια χωρίς προηγούμενο ανάμειξη αστικού σχεδιασμού, αρχιτεκτονικής και μηχανισμού καταστολής στα πλαίσια μιας από κοινού προσπάθειας για ασφάλεια. Η έλλειψη επενδύσεων σε παραδοσιακό δημόσιο χώρο και χώρους αναψυχής, επιβεβαιώνεται και από την μεταφορά οικονομικών πόρων σε προτεραιότητες ιδιωτικής εταιρικής ανάπτυξης. Μια ενδοτική δημοτική αρχή – που ειρωνικά ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει έναν διφυλετικό συνασπισμό λευκών και μαύρων – συνεργάζεται σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου χώρου και στην επιχορήγηση καινούριων ρατσιστικών περιοχών εγκλεισμού (ghetto).[8]

Οι πρακτικές της αρχιτεκτονικής διευθέτησης του χώρου εκτός από τις μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις απαντώνται και σε μια σειρά από ευρηματικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που αναπαράγουν τον εγκλεισμό ή τον αποκλεισμό ομάδων από τον παραδοσιακό δημόσιο χώρο της πόλης. Επιλογές όπως, απουσία χώρων υγιεινής και πόσιμου νερού, καταιονηστήρες στα πάρκα ρυθμισμένοι να λειτουργούν σε άτακτα χρονικά διαστήματα για να αποτρέπουν τους άστεγους από να κοιμούνται στον χώρο, παγκάκια σχεδιασμένα με τρόπο που είναι αδύνατον να ξαπλώσει κανείς, αλλά και κάδοι απορριμμάτων προφυλαγμένοι και προστατευμένοι από τον κίνδυνο να αναζητήσει κάποιος άστεγος τροφή ανάμεσα στα σκουπίδια τους. [9]

Το μέλλον της πόλης διαγράφεται δυσοίωνο. Δυσοίωνο κυρίως κοινωνικά, στο επίπεδο της ανθρώπινης συνύπαρξης και συνδιαλλαγής. Της συναίσθησης της κοινής, συλλογικής μοίρας, του ανήκειν, της ένταξης, της αποδοχής, των ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων. Μία πόλη που σχεδιάζεται για ανθρώπους δύο ταχυτήτων. Δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο της αμερικανικής μητρόπολης· απλά, στο Los Angeles η επιδίωξή του ήταν πιο απροκάλυπτη από ποτέ. Και η υλοποίησή του πιο χυδαία από πουθενά. Συντρέχουν αρκετοί λόγοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κοινωνική ανάφλεξη και αναταραχή. Η αφορμή θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε χαρακτηριστικά και οποιαδήποτε απόχρωση. Δεν ήταν απλώς ένα συμβάν που ξεσήκωσε τους απόκληρους του Los Angeles και τους έσυρε στους δρόμους. Ήταν τα καταπιεστικά συμβάντα της δικής τους κινηματογραφικής καθημερινότητας. Η ανέχεια, η ανεργία, η οικονομική απόγνωση, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο αστικός εγκλεισμός και η πανταχού παρούσα αυταρχική διάθεση της πλήρως στρατιωτικοποιημένης καλιφορνέζικης αστυνομίας.

Είναι ο χώρος της πόλης του Los Angeles, επομένως, ο οποίος γέννησε και καλλιέργησε και αυτός από την πλευρά του συμπεριφορές απομόνωσης και άκρατου αυταρχισμού· ο δημόσιος χώρος, που έγινε εργαλείο ενίσχυσης τέτοιων συμπεριφορών. Αυτό που συναντάμε όχι μόνο σήμερα, αλλά και στο Los Angeles του 1992, είναι μία υπέρμετρη προσπάθεια διόγκωσης της ιδιωτικής σφαίρας έναντι της δημόσιας. Ένα περιβάλλον που συνεχώς ιδιωτικοποιείται, που μόνο καταχρηστικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο. Κάτω από αυτές τις αμήχανες και αποπροσανατολιστικές συνθήκες κοινωνικής συνύπαρξης, οποιαδήποτε μορφή αγανάκτησης είναι πλήρως κατανοητή και αναμενόμενη.

Δεν επιχειρώ να υποβαθμίσω το ρόλο που διαδραμάτισε η οικονομική δυσπραγία στο ξέσπασμα των αναταραχών. Κοινωνικές ανισότητες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Είναι που η ταξική ανισότητα στην πόλη του Los Angeles, έλαβε πρωτοφανή χωρικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν το χρώμα του δέρματος του Rodney King – άλλωστε οι ταραχές δεν ξέσπασαν μετά το συμβάν, αλλά ένα χρόνο μετά –, αλλά η διαπίστωση ότι για άλλη μία φορά αστυνομία και πολιτεία ελέγχουν, επεμβαίνουν και διαχειρίζονται πλήρως τη δημόσια σφαίρα της κοινωνίας της Νότιας Καλιφόρνια. Ο δημόσιος χώρος της πόλης, έπαψε να αποτελεί σημείο αναφοράς της κοινότητας του Los Angeles. Έπαψε να αποτελεί χώρο εκτόνωσης των κοινωνικών αξιών, των κοινωνικών αντιφάσεων, των κοινωνικών διεκδικήσεων. Έπαψε να αποτελεί το πεδίο όπου η κοινωνία δημιουργεί – κατά μία έννοια – τον εαυτό της, προδίδει τις δραστηριότητές, τις συνθήκες, τις αντιλήψεις που κυριαρχούν, που αλλάζουν και οριοθετούν μια νέα ποιότητα και αίσθηση ζωής.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο βιβλίο “Postmetropolis” του E.Soja:

”Αυτό που συνέβη στο Los Angeles, δεν ήταν ούτε μία φυλετική εξέγερση, ούτε μία ταξική επανάσταση. Αυτή η μεγάλη έκρηξη ήταν πολυφυλετική, δια-ταξική και επίδειξη δικαιολογημένης κοινωνικής οργής [...]. Όσοι αφελείς θα επιχειρήσουν να μειώσουν το νόημά της και να την αποδώσουν στην παθογένεια των κατωτέρων κοινωνικών – και κυρίως μαύρων – τάξεων, σε εγκληματικές ενέργειες, ή σε πολιτική ανταρσία των καταπιεσμένων αστικών μαζών, χάνουν το ουσιαστικό νόημα της εξέγερσης. Από αυτούς που συνελήφθησαν μόνο το 36% ήταν μαύροι, περισσότεροι από το 1/3 είχαν δουλειές πλήρους απασχόλησης και οι περισσότεροι δήλωσαν ότι αποφεύγουν την ανάμειξή τους με την πολιτική. Αυτό που συνέβη στο Los Angeles ήταν το αποτέλεσμα της οικονομικής παρακμής, της πολιτιστικής κατάρρευσης και του πολιτικού λήθαργου του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Η εξέγερση ήταν το μέσω και όχι η αιτία”.[10]

Η εικόνα της χολιγουντιανής μεγαλούπολης, δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Πολλοί πίστευαν ότι οι αναταραχές του 1992, θα οδηγούσαν σε μία εκλογίκευση της κατάστασης. Ότι το θέμα της υπεράσπισης και διαφύλαξης του δημόσιου χώρου θα έμπαινε ξανά στις προτεραιότητες των αρχών. Έχουν περάσει 17 χρόνια και το Los Angeles εξελίσσεται σταθερά ως προς το ρόλο της αφιλόξενης, εκτός κάθε ανθρώπινης κλίμακας, πόλη. Οι συσχετισμοί δεν έχουν αλλάξει. Οι πρακτικές έχουν νομιμοποιηθεί στα μάτια της κοινότητας που φαίνεται να έχει σε ένα βαθμό αποδεχτεί και συμβιβαστεί με τις αλλαγές στην πόλη.

Η αστυνομία του Los Angeles, ενισχύει το ρόλο της ως πολεοδομικού σχεδιαστή του Downtown, με κυρίαρχο επιχείρημα την ειδίκευσή της στον τομέα της ασφάλειας. Παράλληλα δραστηριοποιείται ακατάπαυστα ως ομάδα πολιτικής πίεσης για να επεκτείνει τη χρήση της γης υπέρ της δημόσιας τάξης. Διεκδικεί πρόσθετους αποθηκευτικούς χώρους για τον διογκούμενο πληθυσμό κρατουμένων και εγκαταστάσεις διοίκησης και εκπαίδευσης για τα αστυνομικά όργανα, μετατρέποντας το άλλοτε ιστορικό επιχειρηματικό κέντρο της πόλης σε μία αχανή σωφρονιστική αποικία.

Η εξέγερση στο Los Angeles το 1992, δεν ήταν ένα απλό ξέσπασμα απέναντι σε μία άδικη δικαστική απόφαση, ούτε μια κραυγή οργής απέναντι στην εξουσία της αστυνομίας. Ενδεχομένως να μην μπορούμε να της αποδώσουμε χαρακτηριστικά αστικού κοινωνικού κινήματος, αλλά σίγουρα τα αίτια της εκδίπλωσης αυτού του φαινομένου ήταν κατά βάση, χωρικά. Η καταπίεση που ασκείται από το εχθρικό αστικό περιβάλλον, το αίσθημα της κοινωνικής απομόνωσης, η εικόνα της πόλης ως θύλακας κοινωνικής αδικίας σε συνδυασμό με κεντρικές αποφάσεις που εντείνουν τις ταξικές – φυλετικές διακρίσεις και τις δυνάμεις καταστολής που παίζουν ολοκληρωτικό ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας τους Los Angeles, καλλιεργούν την ανάγκη, συνειδητή ή μη, για βίαια ξεσπάσματα και για δράσεις ανάκτησης ή άρνησης της πόλης.

[1] Στοιχεία από Davis, 1992.
[2] Ο.π.: 28
[3] Davis 1992: 104
[4] ο.π.: 21.
[5] Οι παγκόσμιες πόλεις στις οποίες αναφέρεται η Sassen στο βιβλίο της ”Global Cities” είναι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Τόκυο. Παρ’ όλα αυτά στο άρθρο της στο βιβλίο της Μπιενάλε της Βενετίας, διευρύνει τον όρο για να συμπεριλάβει και κάποιες ακόμα, όπως το Λος Άντζελες, το Παρίσι, το Μπουένος Άιρες. (Sassen: 2006).
[6] Ο όρος χρησιμοποιείται από τον Davis, και είναι ο επίσημος όρος που χρησιμοποίησε η Δημοτική αρχή του Los Angeles για τη μετακίνηση των απόρων, των μεταναστών και των αστέγων, στην περιοχή του Skid Row.
[7] Davis, 1992: 123
[8] Davis, 1990: 224-227
[9] Χαρακτηριστικά ο Davis αναφέρει: «Αν και κανείς στο Los Angeles δεν έχει ακόμη προτείνει να προστίθεται κυανιούχο αλάτι στα σκουπίδια, όπως συνέβη στο Φοίνιξ λίγα χρόνια νωρίτερα, ένα δημοφιλές εστιατόριο θαλασσινών, ξόδεψε 12.000 δολάρια για να κατασκευάσει τον απόλυτο κλωβό προστασίας των απορριμμάτων, ένα μαστ για σικάτες κυρίες: είναι φτιαγμένος από σιδερένιες ράβδους 18 χιλιοστών με κλειδαριές μεταλλικού κράματος και επίφοβα εξωστρεφή καρφιά για να προφυλάσσει τα ανεκτίμητα μπαγιάτικα ψαροκέφαλα και τις πανιασμένες τηγανιτές πατάτες». Davis, 1992: 121.
[10] Soja 2000: 380
  1. Davis Mike (1992), Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου, Εκδόσεις Futura, Αθήνα, 2008.
  2. Davis Mike (1990), City of Quartz, Vintage Books, New York, 1992.
  3. Sassen Saskia (2006), «Why cities matter», στο Cities, Architecture and Society vol. 1, La Biennale di Venezia, 10th International Architecture Exhibition, Biennale Foundation, Rizzoli, New York, 2006.
  4. Soja Edward (2000), Postmetropolis, Blackwell Publishing, 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου