Αναδημοσίευση από το
RED Notebook
O David Graeber, διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Goldsmiths University του Λονδίνου, ενώ έχει διατελέσει και αναπληρωτής καθηγητής ανθρωπολογίας στο Yale University. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Χρέος: Τα πρώτα 5000 Χρόνια’ το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Melville |
Στο παρόν άρθρο, επιχειρεί να εντοπίσει τους λόγους της επιτυχίας του κινήματος του Occupy Wall Street (OWS). Πώς δηλαδή από την πρώτη έκκληση του καναδέζικου περιοδικού Adbusters και τις πρώτες μικρές συγκεντρώσεις ΜΚΟ, συνδικάτων και σοσιαλιστικών οργανώσεων στο Bowling Green στα μέσα του Σεπτέμβρη, ξεπήδησε ένα κίνημα που σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ απέκτησε παγκόσμια σημασία. Τι ακριβώς πήγε καλά για τους αμερικανούς ακτιβιστές αυτή τη φορά; Του David Graeber Κατά κύριο λόγο ό,τι συνέβη (μέσα σε λίγες εβδομάδες, το κίνημα εξαπλώθηκε σε 800 διαφορετικές πόλεις, κερδίζοντας την υποστήριξη ριζοσπαστικών ομάδων ακόμη και της Κίνας) οφείλεται στους φοιτητές και άλλους νέους ανθρώπους οι οποίοι παρέμειναν στο χώρο αρνούμενοι να αποχωρήσουν παρά τη διαρκή και, πολλές φορές, παράνομη κατασταλτική δράση της αστυνομίας, που σκοπό είχε να ταπεινώσει και να καταστήσει τη ζωή στο πάρκο ανυπόφορη (π.χ. η άρνησή της να επιτρέψει στους διαδηλωτές να σκεπάσουν τους υπολογιστές τους ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς) τόσο ώστε να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους. Μάλιστα, δεν υποχώρησαν ούτε με την τρομοκρατία των γκλομπς και των σπρέι πιπεριού. Ωστόσο, και στο παρελθόν υπήρξαν ακτιβιστές που άντεξαν σε τέτοιες συνθήκες, με τη διαφορά ότι ο κόσμος τους αγνοούσε. Γιατί αυτό δε συνέβη και τώρα; Μετά από τόσα χρόνια μάταιων προσπαθειών ανασύστασης του Κινήματος για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη, το ερώτημα που προέκυψε είναι: «τι κάναμε σωστά αυτή τη φορά;» Η πρώτη φορά που αποπειράθηκα να δώσω μια απάντηση στο ερώτημα, ήταν όταν ο Guardian μου ζήτησε να γράψω για το Occupy Wall Street λίγες μέρες μετά. Τότε σκέφτηκα αυτό που εντόπισε η Marisa Holmes, μία από τις οργανώτριες της αρχικής κατάληψης, μέσα από τις συνεντεύξεις που πήρε για τις ανάγκες του βίντεο που ετοίμαζε από διαδηλωτές τις δυο πρώτες νύχτες της Zucotti Sq. Παντού άκουγε το ίδιο μότο: « Έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω! Δούλεψα σκληρά, διάβασα πολύ, πήγα στο κολέγιο. Τώρα είμαι άνεργος, χωρίς προοπτική και με χρέη από 50 ως 80.000 δολάρια». Επρόκειτο για παιδιά που ακολούθησαν τους κανόνες και ανταμείφθηκαν με ένα δυσοίωνο μέλλον, θεωρούμενοι ως άχρηστοι από τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι, έχοντας αποτύχει οικτρά στο να τηρήσουν τους κανόνες, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία στην κατάρρευση, διασώθηκαν τελικά από την κυβέρνηση την ώρα που η τελευταία αδιαφορούσε για τον μέσο αμερικανό. «Βλέπουμε», έγραψα, «την αρχή της ορμητικής εισβολής στο προσκήνιο, μιας νέας γενιάς αμερικανών που τελειώνουν τις σπουδές τους χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον, βυθισμένοι σε τεράστια χρέη». Τρεις εβδομάδες μετά, κι έχοντας δει να εμφανίζονται στις πλατείες όλο και περισσότεροι «μέσοι αμερικάνοι», κατέληξα πως αυτή είναι η απάντηση. Κατά κάποιον τρόπο, η δημογραφική βάση του OWS απέχει δραματικά από αυτή του Tea Party, με την οποία συγχέεται τόσο συχνά. Η βάση του Tea Party αποτελούνταν από μεσήλικες λευκούς Ρεπουμπλικάνους των προαστίων, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, είναι εναντίον των «διανοούμενων» φοβούνται την κοινωνική αλλαγή και, πάνω από όλα, φοβούνται ότι και το τελευταίο τους προνόμιο – το λευκό χρώμα τους – κινδυνεύει να χαθεί. Το OWS από την άλλη, είναι κυρίως ένα νεολαιίστικο κίνημα, μια ομάδα δυναμικών ανθρώπων που βρίσκονται σε αδιέξοδο. Άνθρωποι με διαφορετικές ταξικές αναφορές, ωστόσο με κοινά στοιχεία εργατικής προέλευσης και με κύριο συνεκτικό στοιχείο το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το επίκεντρο της κατάληψης της Wall Street αλλά και άλλων, είναι μια αυτοσχέδια βιβλιοθήκη: μια βιβλιοθήκη που αποτελεί μοντέλο μιας εναλλακτικής οικονομίας, όπου ο δανεισμός γίνεται από έναν κοινό λογαριασμό, με μηδενικό επιτόκιο και τα χρήματα που δανείζονται δεν είναι παρά η γνώση και τα μέσα κατανόησης του κόσμου. Υπό μία έννοια, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Οι επαναστατικοί συνασπισμοί πάντα έτειναν να αποτελούνται από μια συμμαχία νέων από τις ευκατάστατες τάξεις που απέρριπταν τις αξίες των γονιών τους και ταλαντούχους νέους των λαϊκών τάξεων που, ενώ κατάφερναν να έχουν πρόσβαση σε μια αστική εκπαίδευση, διαπίστωναν πως αυτή δεν αρκούσε για να ενταχθούν στους κόλπους της αστικής τάξης. Το βλέπουμε αυτό ξανά και ξανά σε κάθε χώρα: Ο Chou Enlai συναντά τον Mao Tse Tung, ή ο Che Guevara συναντά τον Fidel Castro. Ακόμα και οι ειδικοί αναλυτές του αμερικανικού κατεστημένου γνωρίζουν πως η αύξηση των ανέργων και φτωχών αποφοίτων αποτελεί προάγγελο επαναστατικού αναβρασμού: δηλαδή, νέοι άνθρωποι, γεμάτοι ενέργεια, με άφθονο ελεύθερο χρόνο, που έχουν κάθε λόγο να είναι θυμωμένοι και με πρόσβαση σε ολόκληρη την ιστορία της ριζοσπαστικής σκέψης. Στις ΗΠΑ, η λεηλασία που διενεργείται μέσω των φοιτητικών δανείων, καθιστά σαφές στους νέους επαναστάτες, ότι οι τράπεζες είναι ο κύριος εχθρός, αντιλαμβανόμενοι ταυτόχρονα το ρόλο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης -η οποία διατηρεί το σύστημα φοιτητικού δανεισμού, εξασφαλίζοντας ότι τα δάνεια αυτά θα κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους για πάντα, ακόμα και στο ενδεχόμενο χρεοκοπίας- στη διατήρηση του τραπεζικού συστήματος ως ρυθμιστή κάθε πεδίου της ανθρώπινης ζωής. Κανονικά, ενώ αυτό το πλήθος των νέων υπερχρεωμένων αποφοίτων δε θα ήταν αυτό που θα μιλούσε στις καρδιές των μελών του New York City’s Transit Workers’ Union -που τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν υποστηρίζει απλώς την κατάληψη, αλλά είναι σε πόλεμο με την Αστυνομία της Νέας Υόρκης για την επίταξη των λεωφορείων με σκοπό τη διενέργεια μαζικών συλλήψεων ακτιβιστών στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Πώς μια κινητοποίηση μορφωμένων νέων διατρέχει σαν χορδή την Αμερική, με τρόπο που δε συνέβη ούτε το 1967 ούτε το 1990; Σχετίζεται σαφώς με τη χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου. Πλέον, τα κέρδη της Wall Street δεν αποσπώνται έμμεσα από τους μισθούς, αλλά άμεσα από τις τσέπες των Αμερικανών, αν και δεν έχουμε τα ακριβή στοιχεία. Παρά το ότι υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για ο,τιδήποτε αφορά στην οικονομία, δεν κατόρθωσα να βρω ούτε έναν οικονομολόγο που να μπορεί να μου πει πόσα από το ετήσιο εισόδημα -αφήστε στην άκρη το δια βίου εισόδημα- των Αμερικανών καταλήγουν στις τράπεζες μέσω αποπληρωμών τόκων, δόσεων, προστίμων και προμηθειών. Βέβαια, δεδομένου ότι η αποπληρωμή των τόκων μόνο καλύπτει το 15 – 17% του εισοδήματος ενός νοικοκυριού [1], χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα φοιτητικά δάνεια και ότι τα πρόστιμα των τραπεζικών λογαριασμών και των πιστωτικών καρτών συχνά διπλασιάζουν το ποσό που κάποιος θα πλήρωνε κανονικά, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ένα στα πέντε δολάρια που κερδίζει ένας Αμερικανός στη ζωή του, πρέπει να καταλήγει με κάποιο τρόπο στη Wall Street. Το ποσό αυτό συχνά προσεγγίζει το ποσό που πληρώνει για φόρους, ενώ για τους φτωχότερους, το έχει από καιρό ξεπεράσει. Αυτό δείχνει πολύ καθαρά σε τι είδους οικονομικό σύστημα ζούμε. Όταν ήμουν στο κολέγιο, μάθαινα πως η διαφορά μεταξύ καπιταλισμού και φεουδαρχίας ήταν ότι η φεουδαρχική αριστοκρατία αποκτά τον πλούτο μέσω «άμεσης νομικοπολιτικής απόσπασης». Παίρνει δηλαδή τον πλούτο μέσω νομικών μέσων. Ο καπιταλισμός ήταν πιο ύπουλος.[2] Όσο όμως εξάπλωνε την παγκόσμια κυριαρχία του, έτεινε σε κάτι που έμοιαζε με τη φεουδαρχία[3] καθιστώντας αδύνατο να αγνοήσεις τη συμμαχία μεταξύ του χρήματος και της κυβέρνησης. Από το 2008 κι έπειτα, έχουμε δει πλήθος περιπτώσεων, από κωμικές -όπως όταν οι εταιρείες είσπραξης δανείων, έστελναν τους εργαζόμενους μαζικά σε στήριξη του υποψήφιου γερουσιαστή Scott Brown, ο οποίος θεωρούνταν υπέρμαχος σκληρότερων νόμων για τους χρεώστες- έως αυτές των «too big to fail” οργανισμών όπως η Τράπεζα της Αμερικής, που διασώθηκαν χάρη στους φορολογούμενους, σίγουρες ότι δεν επρόκειτο να αφεθούν να καταρρεύσουν, άσχετα από τη συμπεριφορά τους, από το ότι δεν πλήρωναν φόρους, παρά κατεύθυναν τεράστια ποσά διαμέσου των λόμπι ώστε να επηρεάσουν τη νομοθεσία που θα τους «ρύθμιζε». Αυτό μπορεί να εξηγεί την ύβρη που συνιστά η συμμαχία κυβέρνησης και τραπεζιτών: το γεγονός ότι στην Αμερική η δωροδοκία έχει καταστεί νόμιμη, την ώρα που η χώρα θεωρεί τον εαυτό της παγκόσμιο φάρο της δημοκρατίας. Δεν εξηγεί όμως την έντονη απόρριψη των πολιτικών θεσμών κάθε είδους. Εδώ είναι που η θέση που διατυπώνω αρχίζει να προκαλεί σύγχυση. Από τη μία, αυτή είναι η άποψη για την οποία πάλεψα για χρόνια. Μου αρέσει να αυτοπροσδιορίζομαι ως ‘small-a anarchist’. Πιστεύω στις αρχές του αναρχισμού -αλληλοβοήθεια, άμεση δράση, την ιδέα ότι δημιουργούμε τη νέα, ελεύθερη κοινωνία στο κέλυφος της παλιάς- χωρίς ποτέ να νιώσω την ανάγκη να δηλώσω ότι είμαι αναρχικός της μιας ή της άλλης σχολής (αναρχοσυνδικαλιστής, πλατφορμιστής κτλ). Πάνω απ’ όλα, απολαμβάνω να δουλεύω μαζί με τον οποιονδήποτε, όπως κι αν λέγεται, αρκεί να θέλει να δουλέψει στη βάση αυτών των αρχών, οι οποίες έχουν φτάσει να σημαίνουν σήμερα στην Αμερική, την άρνηση της δουλειάς μέσω ή μαζί με την κυβέρνηση ή άλλους θεσμούς που βασίζονται στην απειλή της ισχύος, μαζί με μια αφοσίωση στην οριζόντια δημοκρατία, ότι αντιλαμβανόμαστε ο ένας τον άλλο όπως θα αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους οι ελεύθεροι άντρες και γυναίκες μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ακόμα, η δέσμευση σε άμεσες μορφές κινητοποίησης, αν κι αν συχνά συγχέονται με το σπάσιμο βιτρινών κοκ. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στην απόρριψη κάθε μορφής διαμαρτυρίας που ζητά μόνο μιαν άλλη συμπεριφορά των αρχών, προκρίνοντας τη δράση σύμφωνα με αυτό που θεωρεί καθένας σωστό άσχετα από το νόμο και την εξουσία. Η πορεία του Γκάντι ας πούμε αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα άμεσης κινητοποίησης. Τέτοια είναι και η καθιστική διαμαρτυρία στο Zuccotti Park. Είναι ένας δημόσιος χώρος, είμαστε το κοινό, το κοινό δε χρειάζεται να ζητήσει την άδεια για μια ειρηνική πολιτική συγκέντρωση, έτσι δε ζητήσαμε ούτε κι εμείς. Δεν πράξαμε έτσι μόνο γιατί αυτό πιστεύαμε πως ήταν το σωστό, αλλά με σκοπό να το αναδείξουμε ως παράδειγμα: να ξεκινήσουμε να διεκδικούμε τους κοινούς πόρους που χρησιμοποιούνταν για κερδοσκοπικούς λόγους και να τους αποδώσουμε ξανά για κοινή χρήση- όπως θα συνέβαινε σε μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία- και να διαμορφώσουμε το παράδειγμα της κοινής χρήσης. Για όσους θέλουν να δημιουργήσουν μια κοινωνία βασισμένη στην αρχή της ελευθερίας, η άμεση δράση δεν είναι παρά η επιμονή στο να δρας σαν να είσαι ήδη ελεύθερος. Οι ‘small-a anarchists’ όπως εγώ, συμμετείχαμε στο αντιπυρηνικό κίνημα του ’70 και το κίνημα για την παγκόσμια δικαιοσύνη από το 1998-2001. Με το πέρασμα των χρόνων, στραφήκαμε στην ανάπτυξη μορφών εξισωτικών πολιτικών διαδικασιών. Τονίζω εδώ ότι το παραπάνω δεν είναι απλώς ένα αναρχικό σχέδιο. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη των οριζόντιων διαδικασιών που αποτελεί πιθανότατα τη σημαντικότερη κατάκτηση του κινήματος, προκύπτει επίσης από την παράδοση του ριζοσπαστικού φεμινισμού και παίρνει στοιχεία από το ιθαγενικό κίνημα μέχρι τους Κουακέρους. Από εκεί είναι που το κίνημα αντλεί τις πολλαπλές μορφές έκφρασής του -στην περίπτωση βέβαια του OWS όλα αυτά ενισχύθηκαν από την πρόσφατη εμπειρία των συνελεύσεων στις μεσογειακές χώρες. Είναι φανερό πως ό,τι συνέβη ήταν αυτό που ευχόμασταν να συμβεί. Η πολιτική της άμεσης κινητοποίησης, βασίζεται στην πίστη ότι η ελευθερία είναι μεταδοτική. Είναι σχεδόν αδύνατο να πείσεις τον μέσο Αμερικανό ότι μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία είναι εφικτή, παρά μόνο όταν μπορείς να του το δείξεις. Όμως, η εμπειρία του να βλέπεις χίλιους ή δυο χιλιάδες ανθρώπους να λαμβάνουν συλλογικά αποφάσεις χωρίς την ύπαρξη καθοδηγητικής δομής, ή αυτή των χιλιάδων ανθρώπων που πιασμένοι χέρι χέρι αντιστέκονται στις φάλαγγες των πάνοπλων δυνάμεων καταστολής, κινητοποιούμενοι μόνο από τις ιδέες και την αλληλεγγύη τους, μπορεί να αλλάξει το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την πολιτική ή ακόμη και τη ζωή. Τότε, στο κίνημα Παγκόσμιας Δικαιοσύνης, θεωρούσαμε πως μπορούσαμε να μυήσουμε αρκετούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, σε αυτές τις νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας, κοινής δράσης, ότι μπορούσε να αναδυθεί μια νέα παγκόσμια δημοκρατική κουλτούρα. Βέβαια δεν έγινε ακριβώς έτσι. Μπορεί το κίνημα να ενέπνευσε χιλιάδες και να έπαιξε σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό των ακτιβιστών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των συναντήσεων και της αντίληψης της πολιτικής, ωστόσο αυτό δεν ξεπέρασε τα όρια των ήδη υπαρχόντων ακτιβιστικών «γκέτο». Η πλειοψηφία των Αμερικανών δεν ήξεραν καν ότι η άμεση δημοκρατία ήταν αυτό που πρεσβεύαμε. Το αντιπολεμικό κίνημα μετά το 2003 κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες, ωστόσο προσέκρουσε σε παρωχημένες μορφές κάθετης πολιτικής οργάνωσης, χαρισματικούς ηγέτες και «ταμπέλες». Πολλοί από εμάς κρατήσαμε την ελπίδα περιμένοντας τη στιγμή της αναγέννησης. Έτσι κι αλλιώς, αφιερώσαμε τη ζωή μας στην προσδοκία ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, αλλά όπως θα έλεγε ο Αιγύπτιος φίλος μου, έχοντας πάψει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε. Και τελικά συνέβη. Την τελευταία φορά που πήγα στη Zuccotti Sq. και είδα μεσήλικες οικοδόμους μαζί με λατίνους χιπ χόπερς να χρησιμοποιούν τις χειρονομίες που χρησιμοποιούσαμε στις συνελεύσεις μας, ένας παλιός αναρχικός σύντροφος -κάποτε οικοακτιβιστής και τώρα ντοκιμενταρίστας στο πάρκο- μου εξομολογήθηκε ότι «κάθε λίγο έπρεπε να τσιμπιέμαι για να βεβαιωθώ ότι δε βλέπω όνειρο». Έτσι, ο κοινωνικός επιστήμονας που κουβαλάω μέσα μου διερωτήθηκε: Γιατί; Γιατί τώρα; Γιατί τελικά πέτυχε; Επιμένω ξανά πως είναι θέμα γενεών. Στην πολιτική, όπως και στην εκπαίδευση, αναζητούμε μια γενιά νέων ανθρώπων που έπαιξαν με τους κανόνες, βλέποντας τις προσπάθειές τους να μην πιάνουν τόπο. Ας θυμηθούμε ότι το 2008, η νεολαία ψήφισε συντριπτικά υπέρ του Obama και των Δημοκρατικών. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Obama ήταν ο υποψήφιος της «αλλαγής», χρησιμοποιώντας στην καμπάνια του μια γλώσσα που δανείστηκε από τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα (“yes we can”, “be the change!”), ενώ επίσης ήταν ένας από τους λίγους πρόσφατους υποψήφιους που μπορούμε να πούμε ότι προήλθε περισσότερο από τα κοινωνικά κινήματα παρά από τους πολιτικούς διαδρόμους. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο Obama είναι μαύρος, έδωσε την εικόνα στους νέους ιδίως ανθρώπους ότι βιώναμε μια μοναδική στιγμή μετασχηματισμού της αμερικανικής πολιτικής. Όλα αυτά συνέβησαν σε μια χώρα όπου υπήρχε τέτοια πίεση ως προς το τι ήταν πολιτικά αποδεκτό -τι μπορούσε να ειπωθεί από έναν πολιτικό ή δημοσιογράφο χωρίς να θεωρηθεί αμέσως ακραίο- που οι απόψεις μεγάλων τμημάτων του αμερικανικού κοινού δεν μπορούσαν καν να ειπωθούν. Για να δώσουμε μια εικόνα της απόστασης μεταξύ της αποδεκτής άποψης και των αμερικανών ψηφοφόρων, ας πάρουμε τις δημοσκοπήσεις της Rasmussen,μία για το Δεκέμβριο του 2008, αμέσως μετά την εκλογή Obama και μία τον Απρίλιο του 2011. Ένα μεγάλο δείγμα Αμερικανών ρωτήθηκε σχετικά με το ποιο σύστημα προτιμούσε: καπιταλισμό ή σοσιαλισμό; Το 2008, το 15% πίστευε ότι θα ήταν καλύτερη για τις ΗΠΑ η υιοθέτηση του σοσιαλισμού, ενώ τώρα, τρία χρόνια μετά, το ποσοστό ανέβηκε σε έναν προς πέντε. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η μεταβολή κατά ηλικία: όσο πιο νέος ο ερωτώμενος, τόσο πιο πιθανό ήταν να απορρίψει τον καπιταλισμό. Μεταξύ των αμερικανών ηλικίας 15 έως 25, μία μικρή πλειοψηφία προτιμούσε ακόμα τον καπιταλισμό: 37%, έναντι 33% όσων προτιμούσαν το σοσιαλισμό (οι υπόλοιποι δεν ήταν σίγουροι). Αλλά σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό. Δείχνει ότι σχεδόν δύο τρίτα της αμερικανικής νεολαίας θεωρούν καλή ιδέα να ξεφορτωθούμε τον καπιταλισμό! Αυτό σε μια χώρα όπου η λέξη σοσιαλισμός δε χρησιμοποιούνταν από τους πολιτικούς, τους ανθρώπους των μίντια κι όποιον άλλον ειδικό παρά μόνο με αρνητική χροιά. Βέβαια, είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι αντιλαμβάνονται οι νέοι άνθρωποι με την έννοια «σοσιαλισμός». Πιθανότατα δεν έχουν στο μυαλό τους το οικονομικό σύστημα της Βόρειας Κορέας. Αλλά τότε όμως τι; Τη Σουηδία; Τον Καναδά; Δύσκολο να πούμε. Οι περισσότεροι Αμερικανοί μπορεί να μην είναι σίγουροι για το τι είναι σοσιαλισμός αλλά γνωρίζουν πολύ καλά τον καπιταλισμό, οπότε ο σοσιαλισμός γι’ αυτούς δεν είναι παρά κάτι τελείως διαφορετικό. Το 2008, οι νέοι Αμερικανοί προτιμούσαν τον Obama έναντι του McCain σε ποσοστό 68% έναντι 30%[4] -ξανά περίπου τα 2/3. Πώς λοιπόν περιμένετε έναν νέο αμερικανό ψηφοφόρο να νιώθει, όταν ενώ ψήφισε για αλλαγή στο πολιτικό και το οικονομικό σύστημα, ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος υπέρ του οποίου ψήφισε πριν από 20 χρόνια θα θεωρούνταν ένας μετριοπαθής συντηρητικός; Χρησιμοποιώ τη λέξη «συντηρητικός» με την κυριολεκτική σημασία της η οποία σπάνια χρησιμοποιείται. Σήμερα, στις ΗΠΑ, συντηρητικό λέμε τον δεξιό ριζοσπάστη, αλλά κάποτε αναφερόταν σε εκείνον που το πολιτικό του πρόταγμα ήταν η διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν, και τέτοιος αποδείχθηκε ο Obama. Όλες του οι προσπάθειες κατέτειναν έτσι ή αλλιώς στη διατήρηση θεσμών που απειλούνταν με ριζοσπαστικό μετασχηματισμό: το τραπεζικό σύστημα, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, ακόμα και ο κλάδος της υγειονομικής ασφάλισης, από τη στιγμή που το επιχείρημα που χρησιμοποίησε για την προώθηση της μεταρρύθμισης στην υγεία, ήταν ότι το αμερικανικό σύστημα υγείας που βασίζεται σε ιδιώτες ασφαλιστές, δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο, έτσι ώστε τελικά να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να διατηρηθεί για άλλη μια γενιά. Παίρνοντας υπόψη την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας το 2008, απαιτούνταν πράγματι ηρωικές προσπάθειες για να μην αλλάξει τίποτα. Όντως, ο Obama έκανε ηρωικές προσπάθειες και το αποτέλεσμα ήταν να μην αλλάξει τίποτα στους υπάρχοντες θεσμούς. Διαβάζω συχνά το προοδευτικό μπλογκ Daily Kos, κάτι που μου δίνει τη δυνατότητα να παίρνω μια εικόνα για το τι σκέφτεται πραγματικά η προοδευτική κοινότητα των ΗΠΑ –αριστερόστροφοι ψηφοφόροι και ακτιβιστές που ακόμα δρουν μέσα από τους Δημοκρατικούς. Τα τελευταία δύο χρόνια, η εχθρότητα για τον Obama έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα. Κατηγορείται συχνά ως ψεύτης, κρυπτορεπουμπλικάνος που ουσιαστικά κατέστρεψε οποιαδήποτε δυνατότητα προοδευτικής αλλαγής που παρουσιάστηκε στο όνομα ενός «διμερούς συμβιβασμού» με μια επιθετική και ασυμβίβαστη Δεξιά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ένας προοδευτικός καλών προθέσεων αλλά με δεμένα χέρια ή κατηγορούν τους προοδευτικούς ότι δεν κινητοποιήθηκαν για να πιέσουν επαρκώς την αριστερή του πτέρυγα. Οι τελευταίοι φαίνεται να ξεχνούν το πώς δημιουργήθηκαν οι ακτιβιστικές ομάδες στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι οποίες αναμενόταν να διατηρηθούν και μετά ακριβώς για αυτό το σκοπό και διαλύθηκαν γρήγορα αφότου ο Obama εκλέχτηκε και έδωσε τα οικονομικά σκήπτρα των ΗΠΑ στους ίδιους ανθρώπους (Geithner, Bernanke, Summers) που ευθύνονταν για την κρίση. Ή ξεχνούν ότι προοδευτικές ομάδες που επιχειρούν να στήσουν καμπάνιες εναντίον τέτοιων πολιτικών, δέχονται συστηματικές απειλές διακοπής της χρηματοδότησής τους από τις φιλικές προς τον Λευκό Οίκο ΜΚΟ. Αλλά κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αίσθηση προδοσίας είναι αναπόφευκτη. Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η πίστη ότι είναι δυνατό να εφαρμοστούν προοδευτικές πολιτικές μέσα από τις εκλογές. Γιατί αν ο Obama δε σκόπευε να προδώσει την προοδευτική του βάση, τότε το σχέδιο αυτό θα φαινόταν αδύνατο. Τελικά, πώς αλλιώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τόσο ευνοϊκή συγκυρία όσο αυτή του 2008; Εκείνη τη χρονιά, οι εκλογές άφησαν τους Δημοκρατικούς να ελέγχουν τα δύο σώματα του Κογκρέσου[5] , ένα Δημοκρατικό πρόεδρο εκλεγμένο με την πλατφόρμα της «Αλλαγής» σε μια στιγμή τόσο βαθιάς οικονομικής κρίσης που κάποια ριζοσπαστικά μέτρα ήταν αναπόφευκτα και σε μια στιγμή που η λαϊκή οργή εναντίον των οικονομικών ελίτ του έθνους ήταν τόσο έντονη που η πλειοψηφία των Αμερικανών θα στήριζε σχεδόν ο,τιδήποτε. Εάν δε γινόταν να θεσπιστεί οποιαδήποτε προοδευτική πολιτική ή νομοθεσία εκείνες τις μέρες τότε αυτό δε θα γινόταν ποτέ. Κι όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε [6]. Αντίθετα, η Wall Street απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική διαδικασία κι από τη στιγμή που οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν η μόνη δύναμη που ήταν διατεθειμένη να προτείνει κάτι ριζοσπαστικό οποιουδήποτε είδους, το πολιτικό κέντρο στράφηκε ακόμη πιο δεξιά. Σίγουρα, αφού η προοδευτική αλλαγή δεν κατέστη εφικτή με εκλογικά μέσα το 2008, τότε απλώς δε θα καταστεί ποτέ, και σε αυτό φαίνεται να κατέληξαν πολλοί Αμερικανοί. Πείτε ό,τι θέλετε για τους Αμερικανούς, και μπορούν πράγματι να ειπωθούν πολλά πράγματα, αλλά είναι μια χώρα με βαθιές δημοκρατικές ευαισθησίες. Η ιδέα ότι είμαστε ή υποτίθεται ότι είμαστε μια δημοκρατική κοινωνία είναι στον πυρήνα του τι μας καθιστά υπερήφανους ως Αμερικανούς. Εάν το OWS απλώθηκε σε κάθε πόλη της Αμερικής, είναι γιατί οι οικονομικοί μας επικυρίαρχοι μας έφεραν σε τέτοιο σημείο που οι αναρχικοί, οι ιέρειες του παγανισμού και οι οικοακτιβιστές να είναι οι μόνοι Αμερικανοί που έμειναν να πιστεύουν στην ιδέα ότι μια γνήσια δημοκρατική κοινωνία μπορεί να είναι εφικτή. [1] http://www.federalreserve.gov/releases/housedebt/default.htm. [2] Ο Max Weber, υποστήριζε πως ο ‘μη ορθολογικός πολιτικός καπιταλισμός’ του ρωμαϊκού κόσμου, αποτελούσε ένα ιστορικό αδιέξοδο, όντας παρασιτικός προς το κράτος και μη έχοντας τίποτα κοινό με την ορθολογική επένδυση του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού. Κατά τον Weber, ο σύγχρονος παγκόσμιος καπιταλισμός, που κυριαρχείται από κερδοσκόπους, εμπόρους συναλλάγματος και κρατικούς εργολήπτες, είχε από καιρό αντιστρέψει τον αδιέξοδο ανορθολογισμό. [3]Βλέπε:http://attempter.wordpress.com/2011/10/12/underlying-ideology-of-the-99/ σχετικά με το OWS και το ‘νέο-φεουδαλισμό’ [4]http://www.msnbc.msn.com/id/27525497/ns/politics-decision_08/t/youth-vote-may-have-been-key-obamas-win/ [5] Η συνηθισμένη εξήγηση που δίνεται, είναι ότι στην πραγματικότητα οι Δημοκρατικοί δεν ελέγχουν και τα δύο σώματα, καθώς οι κανόνες στη Γερουσία έχουν αλλάξει, απαιτώντας πλειοψηφία 60 μελών. Κάτι τέτοιο θα είχε βάση εάν υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε κόμμα της μειοψηφίας κατά το παρελθόν, μπορούσε να παρακάμψει τον πλειοψηφικό κανόνα του 60% όποτε ήθελε, απλά για κάποιο λόγο δεν αξιοποιούσε αυτή τη δυνατότητα – κάτι που δεν ισχύει. Ο μόνος λόγος που μπορεί να αξιοποιήθηκε από τους Ρεπουμπλικάνους, είναι μόνο το ότι οι Δημοκρατικοί επέλεξαν να μην ανάγουν σε μείζον θέμα τη συστηματική παραβίαση όλων των μέχρι τότε κανόνων της Γερουσίας. [6] Η νομοθεσία Obama για την υγειονομική περίθαλψη, μπορεί να θεωρηθεί ως μη γενόμενη, από τη στιγμή που αναπαράγει το σχέδιο για την υγεία του 2006 του Ρεπουμπλικάνου Bob Dole. Μετάφραση: Σωτήρης Κοσκολέτος Πηγή: Naked Capitalism |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου