Πηγή : rednotebook
Το τριήμερο 24-26 Ιουνίου έγινε
στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας η ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Λαϊκής
Ενότητας. Στον απόηχο της διαδικασίας, το RedNotebook δημοσιεύει κείμενα
στελεχών της ΛΑΕ που συμβάλλουν στον προβληματισμό για την πολιτική της
Αριστεράς μετά τα γεγονότα του περσινού καλοκαιριού.
Εισαγωγή
Η Αριστερά και ο ιστορικός
μαρξισμός δεν απέφυγαν ποτέ τις κακοτοπιές και τα εγγενή προβλήματα του
αστικού τρόπου άσκησης πολιτικής. Αυτό έχει από πίσω του ένα
βαθύτερο θεωρητικό πρόβλημα – ή μάλλον δύο. Το πρώτο σχετίζεται με το
γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα βιβλίο των Μαρξ και Ένγκελς που να
λέγεται «Το Κεφάλαιο-κριτική της αστικής πολιτικής». Υπάρχουν πολλές
όμορφες σελίδες στην 18η Μπρυμαίρ, στον Εμφύλιο Πόλεμο στην
Γαλλία αλλά και στον Λένιν, στο «Κράτος και Επανάσταση» ή στον Γκράμσι
για την αστική πολιτική (π.χ. καισαρισμός, μεταμορφισμός, ηγεμονία κ.ά),
αλλά και στις εμπνευσμένες σελίδες του Αλτουσέρ για την εργατική τάξη
που κείται «εκτός του κράτους». Όμως και εκεί ακόμη θα διαπιστώσεις ένα
πολύ μεγάλο κενό στην κατανόηση της αστικής πολιτικής και του αστικού
κράτους, πολύ περισσότερο: με την εξαίρεση ίσως κάποιων έργων του Λένιν,
άλλων αξιόλογων ή και καθοριστικών, και άλλων τελείως αμφιλεγόμενων,
όπως ιδίως το «Τι να κάνουμε» και το «Δύο βήματα μπρος…», δεν θα
κατανοήσεις πώς μπορεί όντως να συγκροτείται μια ανεξάρτητη
σοσιαλιστική ή κομμουνιστική πολιτική.
Το πράγμα μπερδεύεται ακόμη περισσότερο
μετά το 1935, από τη στιγμή που οι κομμουνιστές και οι προπολεμικοί
σοσιαλιστές συνδέουν την τύχη τους με την «Αριστερά», με την παράδοση
δηλαδή της ριζοσπαστικής δημοκρατικής αστικής τάξης, και ιδίως του
Ριζοσπαστικού Κόμματος της Γαλλίας. Εκεί εγκύπτει το δεύτερο θεωρητικό
πρόβλημα, η «Αριστερά». Όπως έχω ξαναγράψει, το άνοιγμα του μαρξισμού
στην «Αριστερά» γέννησε δυνατότητες για ένα πολύ πιο μαζικό ακροατήριο,
διεύρυνε το λαϊκό στρατόπεδο, άνοιξε θετικά την Αριστερά στην εθνική
κοινότητα – ήταν όμως και η πηγή μεγάλων και σχεδόν αναντίστρεπτων
δεινών για το ΚΚ. Από τη στιγμή εκείνη, η σχέση του
αριστερού/μαρξιστικού κινήματος στη Δύση με το κοινοβούλιο και τους
αστικούς κρατικούς μηχανισμούς κατέστη μια οργανική, σύνθετη και πολύ
στενή σχέση. Οι διακοπές με την αστική πολιτική ανήκαν στον βραχύ
χρόνο, οι συνέχειες με αυτήν στον μακρό.
1. Ω, ναι, το «αστικό» κοινοβούλιο πολύ το αγαπήσαμε ή Die Politik als Beruf…..
Το ένα λοιπόν μεγάλο ποτάμι εισόδου στην
αστική πολιτική είναι ο φιλοκοινοβουλευτισμός και ο κοινοβουλευτικός
κρετινισμός – ή όπως ωραία το είπε κάποτε ένας μαρξιστής στοχαστής
(νομίζω ο Νίκος Πουλαντζάς, στο «Φασισμός και Δικτατορία»), το πρωί
να ασχολείσαι καθημερινά με την επόμενη εκλογική καμπάνια και το βράδυ
να ονειρεύεσαι μονίμως την νύχτα των μεγάλων οδοφραγμάτων. Σε αυτό
το ποτάμι κολυμπάνε εδώ και αρκετό καιρό όλα τα βασικά σχήματα της
κομμουνιστογενούς Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς, με λίγες τιμητικές
εξαιρέσεις (λ.χ. τέτοιες εξαιρέσεις, παρά άλλα πολύ σοβαρά προβλήματά
τους, είναι στην Ελλάδα η Ανταρσύα και ορισμένες άλλες οργανώσεις της
παραδοσιακής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς). Το concept, με
διαφορετικούς τρόπους, του ΚΚΕ, του παλιού, μη μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, και
στη συνέχεια και της ΛΑΕ, έγκειται στην συγκέντρωση δυνάμεων στο κίνημα ή
στο πεδίο των «ατόμων-εκλογέων», η οποία θα μετασχηματισθεί σε εκλογική
δύναμη και ιδίως σε υπαρκτή έως και σημαντική κοινοβουλευτική δύναμη.
Γιατί; Μα το έχει πει ο Ένγκελς και ο Λένιν, σύντροφοι: οι εκλογές είναι
το «θερμόμετρο» της λαϊκής οργής και διαμαρτυρίας, με αυτό
συγκεντρώνουμε δυνάμεις για την ανατροπή κλπ.
Η ίδια η αντίληψη της πολιτικής
αντιπροσώπευσης των λαϊκών τάξεων από την Αριστερά κατέστη, με σοβαρή
ευθύνη και του ίδιου του δομιστικού ρεύματος (αρκετές διατυπώσεις ήδη
του «λενινιστή» Πουλαντζά), ταυτόσημη σχεδόν με την κοινοβουλευτική
αντιπροσώπευση. Κάποτε, αυτό το «παραμύθι», το ότι οι εκλογές είναι
πάντοτε και άνευ όρων χρήσιμες για το λαό ως «το θερμόμετρο», γινόταν
ακόμη πιστευτό από πολλούς εργάτες και από πολλούς καλοπροαίρετους και
τίμιους ανθρώπους των λαϊκών τάξεων και των κοινωνικών κινημάτων, ιδίως
όταν υπήρχαν ακόμη οι αναδιανεμητικές κεϋνσιανές στρατηγικές
αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Και ακόμη παλιότερα, μπορεί και όντως να
ήταν έτσι. Ένα πολύ καλό που έκανε εν μέρει ο προμνημονιακός, και
κυρίως ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα --ένα κόμμα που λειτούργησε
με την έννοια του τέλους των φενακισμών αρκετά «επαναστατικά», ώστε με
μια έννοια της ειρωνείας της Ιστορίας ανέτρεψε πολλά αρνητικά
αυτονόητα--, ήταν ότι κατέστρεψε αυτήν την υβριδική αντίληψη για την
«αριστερή πολιτική», ότι δηλαδή Αριστερά σημαίνει ένα λαϊκό πολιτικό
κίνημα που αντιπαλεύει και ταυτόχρονα νομιμοποιεί την αστική
κοινοβουλευτική πολιτική. Σαν να είπε ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ: κοιτάχτε,
φίλοι και φίλες, τέρμα, η προσμονή για το «μεγάλο» τελείωσε· αυτή η
εκλογική διαρκής προσμονή για το μικρό και το ασήμαντο, για την
επιβράδυνση ή τον επιμερισμό της καταστροφής σας, αυτή είναι η μόνη
αριστερή πολιτική και τίποτε παραπάνω. Με εμπιστεύεστε για όλα, δεν
έχετε δικαίωμα να με αποδομήσετε, με ακολουθείτε, δεν μπορείτε να κάνετε
κάτι παραπάνω. Και τα όποια κινηματικά κάνετε, καλά τα κάνετε, να το
ξέρετε όμως, ότι ανεξαρτήτως προθέσεων στην κάλπη θα καταλήξουν. Η
όποια «ανατροπή» είναι η μετωνυμία της κοινοβουλευτικής «διαρκούς
πορείας μέσα στους θεσμούς».
Οι αντιπολιτεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ (από την
Αριστερή Πλατφόρμα ως τους «53») είπαν και έκαναν κινηματικά πολύ
ενδιαφέροντα, αν και ανεπαρκή πράγματα, αντιπρότειναν ριζοσπαστικές
διαφοροποιήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ του ενός ή του άλλου τύπου, αλλά και
παγίωσαν σταδιακά νομιμοποιητικά αυτήν την ταύτιση κοινοβουλευτισμού/αντιπροσώπευσης και αριστερής πολιτικής.
Μάλιστα, επανέλαβαν και το περίφημο κλείσιμο του ματιού του Π. Τολιάτι
από την δεκαετία του 1950 προς τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες:
έχουμε και εμείς υποψήφιους/ες μούρλια, και στα Συνέδρια, και κυρίως
στις εκλογές. Ποιος αστικός κοινοβουλευτισμός; Όσο πιο πολλούς
επαναστάτες/τριες και ριζοσπάστες/τριες, όσο πιο πολλούς
δικαιωματικούς/ές σταυρώνεις, τόσο πιο μακριά είσαι τελικά από την
αστική κοινοβουλευτική πολιτική. Ωραίος τρόπος πραγματικά για να μπορείς
να προσδένεις όλους/ες τους ψηφοφόρους στην αστική κοινοβουλευτική
πολιτική μηχανή. Μέσα από μια αριστερή και «μαρξιστική» βουτιά στο
Μεταμοντέρνο, από όλα έχει ο κοινοβουλευτικός μπαξές.
Η ιστορία ειδικότερα της ΛΑΕ, παρά την
ηθική αξιοπρέπεια, τη σχετική ανιδιοτέλεια και την τιμητική πολιτική
διαφοροποίηση όσων αποχώρησαν, είναι μια ιστορία αρκετά
κοινοβουλευτικότερη από τον αρχικό ΣΥΡΙΖΑ της φάσης 2004-2012. Ξεκινά
με μια μεγάλη κρίση στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ –την οποία η αριστερή
αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως η Πλατφόρμα, αρνείται πεισματικά λόγω
γραφειοκρατισμού να την μετατρέψει έγκαιρα σε καθολική κομματική κρίση
και σε εθνική πολιτική κρίση. Προχωρά με μια τίμια κοινοβουλευτική
διαφοροποίηση και ανεξαρτητοποίηση (ακόμη θυμάμαι το ζεστό πρωινό του
Αυγούστου 2015, όπου ένα αγαπητό μου ακόμη άκρως ηγετικό στέλεχος της
τότε Αριστερής Πλατφόρμας μου ζήτησε την συνδρομή μου για τα ζητήματα
Κανονισμού της Βουλής ως προς την ανεξαρτητοποίηση). Και αναπτύσσεται
για πρώτη φορά σε μια σύντομη προεκλογική περίοδο το Σεπτέμβριο του
2015, προτού αναπτύξει τα κινηματικά και προγραμματικά στοιχεία του νέου
αυτού σχηματισμού. Από εκεί, μετά τη σοκαριστική εκλογική ήττα, ξεκινά
μια πορεία πολλών θετικών πολιτικών παρεμβάσεων της ΛΑΕ, οι οποίες,
σχεδόν όλες, έχουν, όμως, το εξής πολιτικό και φυσιογνωμικό πρόσημο:
ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει (μονίμως), η κοινωνική κοινοβουλευτική του βάση
διαλύεται, οι εκλογές (η ελπίδα) έρχονται, «εμείς ερχόμαστε», η Ελλάδα
αλλάζει δυνητικά άμεσα – να τα ηγετικά στελέχη μας, να τα πιθανότατα
ψηφοδέλτιά μας, ο ηγετικός ακτιβισμός κλπ. Είμαστε ένα Μέτωπο, μα τι
Μέτωπο: Μέτωπο των ιδιαίτερων εκλογικών μηχανισμών μας χάριν των
πολιτικών τους ιδιαίτερων ταυτοτήτων, Μέτωπο μαζί και με άλλους που
θέλουν μαζί μας να δοκιμάσουν την εκλογική τους τύχη στις επόμενες
εκλογές, Μέτωπο εκλογικής ισχύος. Το δε ηθικό πλεονέκτημα,
υπαρκτότατο για να μην παρεξηγούμαστε, αρχίζει και τελειώνει στην
αποχώρηση από μια κυβερνητική ΚΟ και μια κυβέρνηση και καταλήγει σε μια
«μη κυβερνητική αγωνιστική νέα Κοινοβουλευτική μας Ομάδα», η οποία θα
είναι η αρχική μαγιά για μια «νέα κυβέρνηση, την πραγματική αυτήν την
φορά, της γνήσιας Αριστεράς».
Αυτό που αλλάζει δεν είναι τα ουσιαστικά
(κοινοβούλιο, κυβέρνηση, εκλογές), αλλά τα επίθετα, οι επιθετικοί
προσδιορισμοί (γνήσια, συνεπής, αληθινή, τώρα πραγματική). Όμως, στην
πολιτική και στη ζωή, η ουσία είναι στα ουσιαστικά και όχι στα επίθετα.
Μα, θα μου πείτε, υπάρχει η «προεπαναστατική» κυβέρνηση του Ενιαίου
Μετώπου, η εργατική κυβέρνηση, κατά την Κομμουνιστική Διεθνή το ‘21 και
‘22 κλπ. Με αυτά και με αυτά –που βεβαίως δεν τα ξέρει και καλώς
κάνει κάθε τίμιος εργάτης και απλός άνθρωπος του σήμερα που στηρίζει και
ψηφίζει την Αριστερά- , γενιές και γενιές σταλινικών, τροτσκιστών,
μαοϊκών και όλων των σε «μετά-μορφή» συμπληρωμάτων τους
(μετασταλινικών, μετατροτσκιστών κλπ) έχουν κάνει την «επανάσταση» και
την «ανατροπή» πολύτιμο καύσιμο για τους πιο μονότονους και βαρετούς ή
ακόμη και τους πιο συναρπαστικούς κοινοβουλευτικούς αγώνες. Και
βεβαίως, πια, οι άνθρωποι αυτοί, οι ηγέτες των «διαρκών επαναστατικών
εκλογών» δεν είναι ανθρωπολογικά ούτε ο Έρνστ Ταίλμαν στο γερμανικό
Ράιχσταγκ ούτε ο Παλμίρο Τολιάτι στην Συντακτική Συνέλευση του ‘49 στην
Ιταλία, ούτε καν ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ στη δύσκολη ιταλική βουλή του
‘70. Είναι, σε αρκετό βαθμό, επαγγελματίες της μεταπολιτικής ή/και
manager εν μέρει των κοινωνικών κινημάτων και της δυσαρέσκειας.
Για να μην παρεξηγηθούμε: δεν εννοώ ότι
κάθε κοινοβουλευτικός αγώνας ή προσπάθεια είναι απαράδεκτα ή λαθεμένα ή
πάντοτε ασύνδετα από τις ανάγκες του κινήματος. Λέω, όμως, ότι πρέπει
να το πούμε πια καθαρά: Δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση ή πάντως
καμία κρίσιμη σχέση με αυτήν την πολιτική. Δεν είναι σήμερα ο
αναγκαίος και ο βασικός πυρήνας των κοινωνικών αγώνων και της
πολιτικής των «κάτω», των εργαζομένων, των διαφορετικών, των
κομμουνιστών/τριών η ένταξη στο «ολοκληρωτικό» ανακτοκοινοβούλιο της
εποχής μας, η ανάπτυξη κοινοβουλευτικών μηχανισμών και παραμηχανισμών,
τα (πολλά αλλά και «αναγκαία» στα πλαίσια του επαγγελματισμού) φράγκα, η
έπαρση, η προπέτεια, η ανάπτυξη ενός λεκτικού που δείχνει ότι οι
αριστεροί επαγγελματίες πολιτικοί ανήκουν όπως και οι αστοί
επαγγελματίες πολιτικοί σε μια αξιοσέβαστη κάστα, σε μια ανώτερη φυλή,
σε μια μασονία, σε μια συνομοταξία των ανώτερων θηλαστικών, ότι
δικαιούνται και αυτοί αμάξι και φύλακα. Νισάφι πια. Το καταλάβαμε αυτό
το σκεπτικό βαθιά και θα το καταγγέλλουμε συστηματικά συνεχώς: όχι
υστερικά, αλλά με σοβαρή προγραμματική και ιδεολογική συνέπεια.
Η πολιτική των «κάτω» είναι το πεδίο της
αντιηγεμονίας τους που μόνο επικουρικά περνά από το κοινοβούλιο και από
μια πιθανή, και όχι αναγκαία θεωρητικά μεταβατική σοσιαλιστική
κυβέρνηση (ούτε καν το τρίτο ή το τέταρτο Συνέδριο της Διεθνούς την
θεωρούσε αναντικατάστατη και αναγκαία). Δεν χρειάζεται να πάμε στον
Μπορντίγκα ή στον Σορέλ , για να δικαιώσουμε αυτό το συμπέρασμα. Μας
φτάνει ένα ριζικό update στον Γκράμσι και στον Λένιν. Όχι ως
εικονίσματα, αλλά ως ζωντανή και κριτική σκέψη.
Αλλά το ΚΚΕ; Αυτό δεν έχει το θετικό
προνόμιο να οργανώνει μαζικά εργατικό και λαϊκό κόσμο και να τον
κινητοποιεί στις απεργίες και τις λαϊκές εκδηλώσεις; Και βέβαια το έχει.
Και μάλιστα έχει και το προνόμιο να έχει και εργατική/λαϊκή νεολαία,
κάτι αδιανόητο γα τους άλλους αριστερούς σχηματισμούς (ο αστικός και
μεσοαστικός χαρακτήρας των νεολαιών των άλλων σχημάτων της Αριστεράς
είναι προφανέστατος, αν έχεις κάποιο ταξικό και πολιτισμικό αισθητήριο).
Επίσης, ο μετασταλινικός μηχανισμός του ΚΚΕ έχει την σπάνια αρετή να
θεωρεί τους βουλευτές του σχεδόν ασήμαντους (κάτι που μου
αρέσει ιδεολογικά αλλά δεν είναι ανθρωπολογικά τελείως σωστό, η ανάγκη
για αναγνώριση δεν είναι πάντοτε κάτι για πέταμα). Όμως, το ΚΚΕ δεν
ξεφεύγει από τον κανόνα της αστικής/κοινοβουλευτικής πολιτικής στην
Αριστερά. Η άποψη ιδίως του ΚΚΕ ότι κάθε αγώνας εντός του καπιταλιστικού
συστήματος είναι θετικός μεν μάταιος δε, η βεβαιότητα ότι ως την Λαϊκή
Εξουσία τίποτε δεν κατακτιέται, η πολιτική εσχατολογική θεολογία του,
είναι μια βαθύτατα κοινοβουλιοκεντρική αντίληψη. Αν δεν μπορείς να
κάνεις σήμερα την ανατροπή, περίμενε και ψήφιζε το Κόμμα. Παραφράζοντας
το ρητό των παλιών κομμουνιστών για την πολυετή παραμονή στις φυλακές
των πολιτικών κρατουμένων: τρώγε το φαΐ σου, πότιζε το κουκί σου, προστάτευε το Κόμμα και ψήφιζε πολύ.
2. Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί των αριστερών κομμάτων και ομάδων ως ισχύς της αστικής πολιτικής στην Αριστερά
Όμως, η αστική πολιτική στην Αριστερά
δεν αρχίζει ούτε λήγει στον φιλοκοινοβουλευτισμό: έχει και άλλες πολύ
σημαντικές παραμέτρους εντός της Αριστεράς. Αρχίζει από τις «σκληρές»
εξουσιαστικές σχέσεις μέσα στα αριστερά κόμματα και οργανώσεις, σχέσεις
που έλκουν σαφώς μια παράδοση συνέχειας από τον σταλινισμό ή και τις
εμφανείς πια μετά από εκατό χρόνια αυταρχικές όψεις του λενινισμού, από
τον κρατισμό της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως όμως πια απηχούν την
απολύτως ιεραρχική αντίληψη της μεταπολιτικής και της μεταδημοκρατίας.
Είναι πρακτικές που δικαιώνουν αναδρομικά τελείως την Ρόζα, τον νεαρό
Τρότσκι, αλλά και όψεις του αναρχικού ρεύματος. Ιδίως στον
προμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μεγάλο βαθμό και στην ΛΑΕ ή και την
Ανταρσύα, έχουμε πια broad parties, πλατιά κόμματα, όπου οι τάσεις/
ομάδες/ συνιστώσες ασκούν την νόμιμη δικτατορία τους. Είναι, συνήθως,
σκληρά ιεραρχικοί μηχανισμοί, άλλοι πιο διαλογικοί, σύγχρονοι και
φιλελεύθεροι (λ.χ. ΑΡΑΝ στην ΛΑΕ, 53 στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ), άλλοι πιο
άκαμπτοι και κατασταλτικοί (λ.χ. Ρεύμα στην ΛΑΕ, πιθανόν το ΣΕΚ στην
Ανταρσύα κλπ). Κατά έναν περίεργο ή και παράδοξο τρόπο, η εξέλιξη του
μεταμοντέρνου αριστερού «Μετώπου Οργανώσεων» είναι πιο κατασταλτική από
εκείνη του κλασικά μετασταλινικού ΚΚΕ. Για τον εξής απλό λόγο: η εξουσία
της ηγεσίας στο ΚΚΕ, όσο θλιβερά συγκεντρωτική και αν είναι, διατηρεί
κάποιους τυπικούς κανόνες και επιμένει στην διατήρηση τυπικά
δημοκρατικών διαδικασιών: το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, χωρίς να
είναι γνήσια δημοκρατικό και διατηρώντας τελικά τις κατασταλτικές
μεθόδους, επέτρεψε έναν πιο ουσιαστικό και δημοκρατικό διάλογο από άλλα
αριστερά σχήματα του παρόντος. Οι εξουσίες των συνιστωσών στα «πλατιά
κόμματα» της αριστερής μεταδημοκρατίας ή στα μεταδημοκρατικά «Μέτωπα»
συνδέονται με την απουσία δεσμευτικών δομών και δεν έχουν κανέναν
πραγματικό θεσμικό και κανονιστικό περιορισμό. Η τυραννία χωρίς δομές
είναι πάντα αγριότερη. Οι εξουσίες των ομάδων, μέσα καταρχάς σε κάθε
ομάδα ή τάση, «αξιοποιούν» και καίνε στελέχη, αγωνιστές εργαζόμενους
και διανοουμένους κατά το δοκούν, καταστέλλουν άγρια, εμφανώς ή
σιωπηλώς, κάθε ενδοοργανωτική αντιπολίτευση με τρόπο απίστευτα
αυταρχικό, εξουσιαστικό και ενδεχομένως και «σεξιστικό» υφολογικά,
περιθωριοποιούν την διαφωνία, μπετονάρουν τα μέλη τους προς τους
εσωτερικούς εχθρούς.
Οι εξουσίες των ομάδων μέσα στα
«πλατιά» κόμματα συμβιβάζονται και πολεμάνε ταυτόχρονα η μια την άλλη:
το πρωί καταστέλλουν κρυφά τους κοινούς εχθρούς «φιλικά» πίνοντας καφέ
και το βράδυ «σφάζουν» κρυφά η μια την άλλη πίνοντας μπύρα ή ουίσκυ (το
εθνικό μας ποτό). Επίσης, οι τάσεις αυτές, αντίθετα προς τις πιο
γνήσιες ιδεολογικά τάσεις του παρελθόντος, δεν έχουν συχνά και κανέναν
αυθεντικό ή πάντως άκαμπτο, με την παλαιότερη έννοια, ιδεολογικό
περιορισμό ή προσδιορισμό: ο ταυτοτισμός είναι μια ασθενής ιδεολογική
πρακτική, όταν δεν έχει κοινωνική γείωση. Υπερασπίζονται άλλες καλύτερα
(οι τροτσκιστές ή άλλα «αντικαπιταλιστικά ρεύματα») και άλλες
χειρότερα (λ.χ. το Αριστερό Ρεύμα) μια πολιτικοϊδεολογική παράδοση,
συχνά με αντιφατικό τρόπο, αλλά δεν έχουν κανένα κώλυμα να την αμβλύνουν
ή και να την εγκαταλείψουν, αν τα κουκιά στα όργανα και οι αναγκαίες
πολιτικές συμμαχίες το επιτάσσουν. Μεταμοντέρνα ιδεολογική αδιαφορία.
Μπορεί να παλεύεις λ.χ. μια ζωή για το πατριωτικό και την εθνική
ανεξαρτησία, όπως το Αριστερό Ρεύμα (αν και συχνά με έναν λάθος τρόπο
που παραπέμπει στην περίφημη θεωρία των σταδίων και ενίοτε στην «εθνική
ενότητα» ) , αλλά μπορεί και να μην το ψηφίζεις στο Συνέδριο, όταν το
θέτουν άλλοι, αν αυτό σε δυσκολεύει στα κουκιά. Αυτό δεν το εξηγεί ο
Λένιν αλλά ο Φρ. Τζαίημσον, στο βιβλίο του για τον μεταμοντερνισμό.
Σπαράγματα ιδεών, ευκαιριακά υβρίδια ιδεολογικά, έλλειψη συνοχής,
απώλεια βάθους, μια διαρκής παροντικότητα που καταργεί το παρελθόν (σου)
και το μέλλον (μας), μια συναισθηματική σχιζοφρενής κατάσταση που όμως
διαθέτει ψυχρή λειτουργικότητα.
Τι σημαίνουν, όμως, όλα αυτά; Χωρίς να
λέμε ότι ο προμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ και η ΛΑΕ, και πιθανόν και σημαντικές
όψεις σχημάτων όπως η Ανταρσύα είναι όλα το ίδιο (τι μπρόκολα τι λάχανα,
κατά τον γνωστό αρχικαπετάνιο του ΔΣΕ), λέμε ότι αυτό το μοντέλο
πολιτικής, τα στενά σταλινικά ή τα πλατιά αριστερά κόμματα, οι
εξουσιαστικές συνιστώσες και τάσεις εντός των τελευταίων, οι
αποκλεισμοί και οι συμβιβασμοί χωρίς αρχές ανταποκρίνονται στο αρχέτυπο
της ιεραρχικής αστικής πολιτικής, στην ακραία ανάπτυξη ιεραρχικών
σχέσεων μέσα στην Αριστερά, η οποία πάντοτε υπήρχε, αλλά μέσα στην
μεταδημοκρατία έχει προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός απίστευτου
συγκρητισμού μορφών και ενός πολιτικού σταλινοφιλελευθερισμού. Κρατάμε
και κάποιες επιφυλάξεις για τον προμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, όπου ιδίως στην
περίοδο 2004-2013 το ζήτημα της πραγματικής εσωτερικής δημοκρατίας
τέθηκε από αρκετές πλευρές και όπου η μετάβαση από την κυριαρχία των
συνιστωσών στο κόμμα των μελών, παρά την κατάχρησή της από την ηγετική
ομάδα Τσίπρα, ήταν όντως μια θετική και φρέσκια δυνατότητα που
σπαταλήθηκε.
Αυτοί οι ιδεολογικοί και πολιτικοί
σχηματισμοί, ως έχουν τώρα, δεν τοποθετούνται εκτός και κατά του
σύγχρονου ευέλικτου, διεθνοποιημένου και επίσης συγκρητικού αστικού
κράτους, όπως απαιτούσε ο Αλτουσέρ το 1977, είναι οι ίδιοι το
μετανεοτερικό αστικό κράτος σε διαδικασία οιονεί διαμόρφωσης και
ανάπτυξης, είναι αυτό που είχε πει κάποτε με σεβασμό ο Καρλ Σμιτ για
την RAF (την ένοπλη οργάνωση Ομάδα Κόκκινος Στρατός) στην Γερμανία του
‘70: λειτουργούν και αποφασίζουν ως κράτος. Η σύγχρονη
κομματική-κρατική ιεραρχική μορφή μέσα στην Αριστερά μπορεί να είναι
άκαμπτη (μετασταλινισμός, ομάδες στελεχών) αλλά μπορεί να είναι και πιο
δικτυακή, πιο εύκαμπτη, πιο φιλελεύθερη, πιο ανοιχτή στην συμμετοχή. Δεν
είναι βέβαιο ότι οι δύο εναλλακτικές οδηγούν σε απολύτως αντίθετα
πολιτικά αποτελέσματα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι οι διαφορές δεν
είναι σημαντικές.
Η δεύτερη λοιπόν μεγάλη απορία της
σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς ( όσο η έννοια αυτή μας χρησιμεύει
ακόμη σε κάτι) απέναντι στο αστικό κράτος είναι η απουσία σαφών
θεσμισμένων και λειτουργουσών δημοκρατικών και αντιιεραρχικών δομών
στο εσωτερικό της, η εντός αυτής απόλυτη ετερονομία, και η ιεραρχική,
στεγανοποιημένη και πλέον συχνά «χωρίς αρχές» συγκρότηση της Αριστεράς,
και βεβαίως και της ριζοσπαστικής-αντιμνημονιακής Αριστεράς, ως δυνάμει
κρατικού μηχανισμού. Όταν λειτουργείς έτσι, όταν οργανώνεις την
υπόστασή σου με βάση μια απόλυτη διαχωριστική γραμμή
διευθυνόντων/εκτελεστών, εσωκομματικών φίλων/εχθρών, η απόσταση ως το να
διεκδικήσεις να μπεις στην κοινοβουλευτική δομή ως κύρια δραστηριότητά
σου, ως το να διεκδικήσεις να ηγηθείς του αστικού κράτους χωρίς να το
«ανατρέψεις» δομικά είναι ελάχιστη και ξεπερνιέται «ανεξαρτήτως
προθέσεων». Με τους όρους του Λ. Αλτουσέρ, η ριζοσπαστική Αριστερά
επικοινωνεί έντονα με την τάση να γίνει ένα συμπληρωματικό παράρτημα
(Πίνακας 2) του Πολιτικού/Κοινοβουλευτικού Ιδεολογικού Μηχανισμού του
καπιταλιστικού κράτους. Ήδη, η δομή της αντιγράφει το αστικό κράτος ως
μηχανή παραγωγής νόμιμης ή και παράνομης εξουσίας αλλά και την ίδια την
δομή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίασης.
Η Ιστορία μας ανοίγει πλέον δύο διακριτές πιθανότητες και δυνατότητες:
Ή να ανασχέσουμε αυτήν την τάση μέσα στην ριζοσπαστική μαρξιστική
Αριστερά- ανατρέποντας δύσκολα μια εξέλιξη δεκαετιών ουσιαστικά- ή να
επανιδρύσουμε κάτι πολύ πιο ανατρεπτικό και χειραφετητικό από την
«ριζοσπαστική μαρξιστική Αριστερά», να πλησιάσουμε περισσότερο στα
κοινοτικά/αμεσοδημοκρατικά/ κοινοκτημονικά/εξισωτικά/τοποκεντρικά
περιεχόμενα ενός αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού της εποχής μας. Δηλαδή, να τελειώνουμε με την «Αριστερά».
Άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή στο rednotebook 29.6.2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου