του Γιάννη Παπαμιχαήλ*
Σε κάθε συλλαλητήριο για εθνικά όπως λέμε θέματα (σαν τα εθνικά να μην είναι κοινωνικά και πολιτικά, αλλά αμιγώς “ιδεολογικά”), σε κάθε είδους λαοσύναξη, ορισμένοι παθαίνουν “πολιτικά ορθές” αλλεργίες. Από την άλλη, οι συμμετέχοντες σε τέτοιες εκδηλώσεις μοιάζουν να οφείλουν κάθε φορά να απολογηθούν και να εξηγήσουν τη θέση τους: είναι ή δεν είναι αντιδραστικοί, λαϊκιστές ή “φασίστες”;
Θα έλεγε κανείς ότι ο
παραδοσιακός εθνικοσοσιαλισμός και η ιστορικά γνωστή Aκροδεξιά, αν δεν
είχε ήδη υπάρξει, θα έπρεπε επειγόντως να εφευρεθεί. Έτσι ώστε η
σημερινή σοσιαλκοσμοπολίτικη μορφή της υπερολοκληρωτικής πολιτικής
αντίληψης της κοινωνίας (της παγκόσμιας ή της τοπικής), να έχει στη
διάθεσή της ένα πειστικό αντίπαλο δέος, ένα άλλοθι αριστεροφροσύνης και
ένα προσωπείο «προοδευτισμού», «ανθρωπισμού» και προσχηματικού
“αντι-φασισμού”. Με αυτό ο νέος “κοσμοπολίτικος” φασισμός της εποχής της
διεθνοποίησης του καπιταλισμού να επιχειρεί εκ του ασφαλούς την
αποδόμηση των λέξεων, των εικόνων και των αφηγημάτων που οργανώνουν
συμβολικά τις συλλογικές, εθνοτικές συνειδήσεις και συνεπώς την ιστορική
μνήμη των λαών.
Έτσι, κάποια μονίμως οικειόφοβη,
σοσιαλφιλελεύθερη “Aριστερά”, μαζί με τους ελευθεριακούς ακροαριστερούς
συνοδοιπόρους και τους ψευτοπαγκοσμιοποιημένους βλαχοκοσμοπολίτες,
στους οποίους απευθύνει τις νεοφασίζουσες πολιτικές της χρηστοήθειες,
επιχειρούν να τρομοκρατήσουν ιδεολογικά κάθε δημοκράτη, αριστερό ή μη,
που τολμά να διατηρεί τα πατριωτικά του συναισθήματα.