Σύνταγμα, 10-10-2015
Αναδημοσιεύουμε από : enosy.blogspot.gr
της Ελένης Πορτάλιου
Χωρίς να έχει ανοίξει ένας
ουσιαστικός διάλογος για τον χαρακτήρα του πολιτικού φορέα και χωρίς να
υπάρχουν δημόσιες τοποθετήσεις από όλες τις πλευρές δημιουργούνται με
πράξεις και παραλείψεις φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του. Αυτές οι
πρακτικές, δοκιμασμένες από το παρελθόν, έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες.
Υποθέτοντας ότι η συζήτηση δεν έχει εξαντληθεί αλλά τώρα αρχίζει
καταθέτω δημόσια τη δική μου συμβολή
Να συζητήσουμε για να δημιουργήσουμε
ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ, ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ
με τη μέθοδο της κριτικής/αυτοκριτικής μέσα στην ιστορία
και της ανταπόκρισης στις ανάγκες των λαϊκών τάξεων σήμερα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η συζήτηση για τον χαρακτήρα του πολιτικού φορέα, που θα δημιουργηθεί με πρωτοβουλία της Λαϊκής Ενότητας και φιλοδοξία να συγκεντρώσει ευρύτερες δυνάμεις, έχει ήδη ξεκινήσει. Παρακινείται από την ειλικρινή αγωνία του κόσμου που αντέδρασε στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και πήρε μέρος στο εγχείρημα της ΛΑΕ, έχοντας ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν, σοβαρά ερωτήματα αλλά και ελπίδες για το μέλλον.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε ποσοστό 27% στις εκλογές του 2012 υπήρξε μία σύντομη, καθόλου στοχαστική, συζήτηση για το νέο κόμμα, που έλαβε την οριστική του μορφή στο ιδρυτικό συνέδριο τον Ιούνιο του 2013. Είχα καταθέσει τότε ένα εκτενές κείμενο με τίτλο «Για ένα μαζικό, δημοκρατικό αριστερό κόμμα», το οποίο δημοσιεύτηκε στην Ίσκρα (4/7/2012) και στα Ενθέματα της Αυγής (15/7/2012), από το οποίο αντλώ βασικά στοιχεία της επικαιροποιημένης προσέγγισης ενός μαζικού, δημοκρατικού αριστερού πολιτικού φορέα σήμερα.
Η μορφή της πολιτικής οργάνωσης δεν μπορεί να συζητηθεί σοβαρά χωρίς αναφορές στη θεωρία/ες του κράτους και την ιστορία (ιστορικότητα των μορφών, ιστορική συγκυρία). Το λεγόμενο οργανωτικό ζήτημα δεν πρέπει να τίθεται ως ένα σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων που τακτοποιούν σχέσεις μεταξύ τάσεων και ομάδων, οι οποίες ήδη συμμετέχουν ή θα συμμετάσχουν στη νέα Λαϊκή Ενότητα.
Η αριστερά έχει ηττηθεί παγκόσμια, με εξαίρεση ορισμένα αντιφατικά παραδείγματα κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής στις οποίες εξακολουθούν να εκδηλώνονται μαζικά κοινωνικά κινήματα. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν προωθεί μόνο ένα οικονομικό σχέδιο κατίσχυσης του κεφαλαίου μέσα από τεράστια καταστροφή παραγωγικών μέσων και κοινωνικών δυνάμεων. Μετέχει άμεσα ή/και κατευθύνει, με ιμπεριαλιστικούς πολέμους και εμφύλιες συγκρούσεις, μια αναδιάταξη των συνόρων και των πληθυσμών παγκόσμια, που συνεπάγεται καταστροφή και διαμελισμό χωρών, βίαιες ομογενοποιήσεις, εξαφάνιση της ιστορικότητας και της πολυπολιτισμικότητας λαών.
Στη μακριά μεταπολεμική περίοδο η αριστερά μπορούσε να ορίσει εκ νέου τον εαυτό της στο έδαφος εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων και ριζοσπαστικών αλλαγών, που έθεσαν σε δοκιμασία δικτατορίες, δυτικές δημοκρατίες και καθεστώτα σοβιετικού τύπου μέσα από την ανάδυση εκατομμυρίων ανθρώπων στη σκηνή της ιστορίας.
Παρά τις μεγάλες κατακτήσεις των λαών, η αριστερά έχασε σταδιακά τον πόλεμο απέναντι στον παγκόσμιο καπιταλισμό που εξακολουθεί να επιβάλλει και να διαχειρίζεται μια νέα βαρβαρότητα. Όλα τα ρεύματα της αριστεράς που πήραν μέρος στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής της πορείας, την οποία χαρακτηρίζουν έφοδοι στον ουρανό και σκοτεινές σελίδες, μπορούν να συναντηθούν σήμερα στο έδαφος επαναθεμελίωσης της αριστεράς, επινοώντας μια νέα σύνθεση μέσα από την κριτική επαναοικειοποίηση της κοινής ιστορίας.
Η διαμόρφωση ενός σύγχρονου ιστορικά, μαζικού, δημοκρατικού αριστερού πολιτικού φορέα είναι θεμελιακή επιλογή και προϋπόθεση της διαδικασίας επαναθεμελίωσης. Η άποψη ότι μεταφέρουμε το «κεκτημένο» της κάθε προϋπάρχουσας οργάνωσης με τις ιδέες και τις πρακτικές της για να δημιουργήσουμε αθροιστικά ένα νέο φορέα, αναπαράγει χωριστικές παθογένειες, κλειστά συστήματα, αδιαφανείς διαδικασίες, αρχηγισμούς και με κανένα τρόπο δεν αποτελεί απάντηση στο μείζον επίδικο επαναθεμελίωσης της αριστεράς σήμερα. Εκλαμβάνει ως δεδομένους τους ιστορικούς διαχωρισμούς αλλά και ομαδοποιήσεις χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική ταυτότητα, αναπαράγει και θεσμοθετεί αυτή την πολυδιάσπαση.
Α. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ
ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Τα αστικά πολιτικά κόμματα είναι μέρος των μηχανισμών του αστικού κράτους. Τα
αριστερά κόμματα δεν πρέπει να αντιγράφουν τη θεσμική υλικότητα των
αστικών κομμάτων, η οποία αποτελεί η ίδια μια ιδεολογική κατασκευή, ένα
μέσο αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, μια αρνητική θέση πάνω σε
μείζονα επίδικα όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, η αμφισβήτηση
της θεσμικής ιεραρχίας.
Ο σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου μέσα σε συνθήκες ανελέητης καταστολής οδήγησε στις αρχές του 20ου αιώνα στη δημιουργία του επαναστατικού κόμματος της πρωτοπορίας των αποφασισμένων κομμουνιστών, τους οποίους συνείχε η σιδηρά πειθαρχία. Η σταδιακή μετεξέλιξη των κομμάτων αυτών στις χώρες που πήραν την εξουσία σε κόμμα - κράτος θέτει σημαντικά ζητήματα που δεν προσεγγίζονται, παρά μόνο έμμεσα, στο παρόν κείμενο. Η συζήτηση για το κόμμα στις επαναστατικές δεκαετίες, από το 1960 μέχρι το 1980, γίνεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης της κρίσης του μαρξισμού και των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης και στον ορίζοντα της ρήξης με τα καθεστώτα που ονομάστηκαν υπαρκτός σοσιαλισμός και κατέρρευσαν λίγο αργότερα. Ο χαρακτήρας του κόμματος αναζητήθηκε τότε στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, στους ταξικούς λαϊκούς αγώνες και στη σχέση του κόμματος με το κράτος. Αυτή η σχέση αποτελεί και σήμερα, από πολλές πλευρές, σημείο κλειδί για τον χαρακτήρα της οργάνωσης. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το κράτος ήταν (και είναι) καταλυτικός στη θεωρητική προσέγγιση και την υλική μορφή του αριστερού κόμματος.
Όπως επεσήμαινε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ σε μια συζήτηση για το κόμμα “η εικόνα ενός πρωτόγονου εργατικού κινήματος που στρατοπεδεύει «εκτός των τειχών» είναι εσφαλμένη γιατί, εφόσον οι μάζες ποτέ δεν βρίσκονται «εκτός κράτους», ούτε το εργατικό επαναστατικό κίνημα βρίσκεται ποτέ «εκτός κράτους»”. Απέναντι στην προσέγγιση του κράτους ως οχυρού της κυρίαρχης τάξης και ως ενδογενούς οντότητας, που παραπέμπει στην εξωτερικότητα των κυριαρχούμενων τάξεων, ο Νίκος Πουλαντζάς διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση : το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως σχέση, “ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο Κράτος”.
Οι επιμέρους μερίδες της κυρίαρχης τάξης ενοποιούνται διαμέσου του κράτους (το κράτος ως κόμμα της αστικής τάξης) ενώ οι κυριαρχούμενες εμφανίζονται με τη μορφή εστιών αντιπαράθεσης στην εξουσία των κυρίαρχων. Αυτή η παρουσία, ολοένα και ισχνότερη σήμερα, των λαϊκών τάξεων που είναι απόρροια της άσκησης πολιτικής από τα αριστερά κόμματα και τα λαϊκά κινήματα αλλά και των αντιφάσεων του κοινωνικού ανταγωνισμού ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους, δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές τάξεις μπορούν να κατακτήσουν μέσα στο κράτος εξουσία χωρίς μια συνολική ρήξη και επιμέρους τομές που οδηγούν στο ριζικό μετασχηματισμό του. Άλλωστε, όπως το διατυπώνει ο Ζακ Ρανσιέρ, “η δημοκρατία ουδέποτε ταυτίζεται με μια νομικοπολιτική αρχή. Τούτο δε σημαίνει ότι είναι αδιάφορη απέναντί της. Σημαίνει ότι η εξουσία του λαού βρίσκεται πάντα εντεύθεν και εκείθεν μορφών τέτοιου είδους”.
Το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σχέδιο
Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980 ο νεοφιλελευθερισμός μετασχηματίζει ριζικά τις πολιτικές λειτουργίες του κράτους και τον χαρακτήρα των δυτικών δημοκρατιών. Η νέα μορφή κράτους – η συναινετική αυταρχική δημοκρατία, σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά – αφορά σε μια “γενικότερη μετάθεση των διαδικασιών νομιμοποίησης από τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση, της οποίας ήταν προηγουμένως προνομιακοί συνομιλητές”. Τα αστικά κόμματα χάνουν την ιδεολογική τους λειτουργία, που μεταφέρεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την παραδοσιακή αντιπροσωπευτική τους λειτουργία απέναντι στις τάξεις και τις μερίδες τις οποίες εκφράζουν. Τα παραπάνω συνεπάγονται κρίση των αστικών κομμάτων, συρρίκνωση της όποιας συμμετοχικής διαδικασίας των μελών τους, ενδυνάμωση των αρχηγών, των κλειστών συγκεντρωτικών επιτελείων και των τεχνοκρατών.
Η κρίση αυτή των αστικών κομμάτων, που αρχίζει να εκδηλώνεται στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1980, επηρεάζει τα αριστερά κόμματα τα οποία κινούνται μ’ ένα τρόπο στο πεδίο του κράτους ή/και τείνουν να αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η σταδιακή μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών κομμάτων που ενώ τοποθετούνται αριστερά της διαχωριστικής γραμμής αριστερά - δεξιά (π.χ. κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία) σταδιακά αλλάζουν στρατόπεδο και αναλαμβάνουν ένα συμπληρωματικό με τα δεξιά κόμματα ρόλο στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα.
Η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων είναι κατ’ αρχήν ενδογενής και αφορά στη σχέση που οικοδομούν με την κοινωνία και στη μη έγκαιρη πρόσληψη και κατανόηση των μετασχηματισμών που χαρακτηρίζουν τις κυριαρχούμενες τάξεις μετά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Έχοντας τοποθετηθεί έξω ή/και εχθρικά προς τα μεγαλειώδη κινήματα της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 (ΓΚΚ/Μάης, ΙΚΚ/θερμό φθινόπωρο) χάνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν μέσα από την κοινωνική κίνηση τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων τάξεων και τις νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησής τους. Η εργατική τάξη, ευρύτερα τα λαϊκά στρώματα, εμπλέκονται σε νέες αντιφάσεις τόσο γιατί η παραγωγή υπεραξίας δεν έχει πια ένα μοναδικό κέντρο, έναν τόπο - το εργοστάσιο όσο και γιατί οι θεωρούμενες ως δευτερεύουσες αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αναδεικνύονται δυναμικά και ωθούν στην εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων.
Αυτή η κοινωνική υστέρηση συμβαδίζει και εν μέρει απορρέει από τον χαρακτήρα του κόμματος, το οποίο αναπαράγεται ως ιεραρχικά δομημένος μηχανισμός αντιπολιτευτικής εξουσίας, με περιορισμένη αποδοχή διαφοροποιήσεων πάνω σε σοβαρά θέματα στο εσωτερικό του.
Η αναγνώριση της παρουσίας των νέων αντιφάσεων και των νέων χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης γίνεται μεν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 από τα αριστερά κόμματα, αλλά ή συμβαδίζει με την αποκομμουνιστικοποίησή τους (ΙΚΚ, ΚΚΕεσ.), στο πλαίσιο όχι μιας επανεξέτασης των σχέσεών τους με την εργατική τάξη αλλά αποστασιοποίησης από αυτή, ή δεν συμβάλλει σε αλλαγές στην κομματική δομή (ΓΚΚ μετά την πτώση της κυβέρνησης της αριστεράς).
Η ήττα των κομμουνιστικών κομμάτων είναι συνθλιπτική γιατί το εμβληματικό έτος 1989 κατέρρευσαν οριστικά τα καθεστώτα σοβιετικού τύπου και μαζί τους ένα υπόδειγμα το οποίο, ακόμα και αν είχαν επικρίνει ή απορρίψει, χαρακτήριζε ένα ολόκληρο αιώνα και τα ίδια.
Η συναινετική δημοκρατία της αγοράς
Εν τω μεταξύ το κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας συγκροτεί σταδιακά, μετά το 1980, τη συναίνεση και τη δημοκρατία στην αγορά, δηλαδή σ’ ένα πεδίο σχέσεων όπου η ελευθερία και η ατομικότητα του καταναλωτή ταυτίζονται ή υποκαθιστούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη της αστικής δημοκρατίας. Ο πολίτης μεταφέρει την πολιτική του υπόσταση σ’ ένα μη πολιτικό χώρο, απεξαρτάται από κάθε μορφή κοινωνικού και πολιτικού θεσμού, αναχρονιστικού ή νέου, ο οποίος παραπέμπει σε οργανωμένες μορφές κριτικής και αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας. “Το «κοινωνιολογικό» πορτρέτο της πρόσχαρης μεταμοντέρνας δημοκρατίας σηματοδοτούσε την καταστροφή της πολιτικής που είχε πλέον υποδουλωθεί σε μια μορφή κοινωνίας, στο πηδάλιο της οποίας βρισκόταν μόνο ο νόμος της καταναλωτικής ατομικότητας” υπογραμμίζει ο Ρανσιέρ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος Σημίτη στην Ελλάδα, όταν ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και την είσοδο στην ΟΝΕ. Η καταναλωτική ευμάρεια μέσω δανείων, η ψευδαίσθηση πλουτισμού των λαϊκών τάξεων μέσω του Χρηματιστηρίου, το εθνικό όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων και η απαξίωση της πολιτικής, ολ’ αυτά αποτελούν την εξωτερική επιφάνεια μιας σταδιακής απώλειας κοινωνικών δικαιωμάτων και εκδήλωσης ενός νέου κρατικού αυταρχισμού.
Λίγο πριν το 1989 και στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας δημοκρατίας η ελληνική αριστερά (ΚΚΕ και ΕΑΡ) συναντήθηκε με τη δεξιά στο όνομα της κάθαρσης από τη διαφθορά, η οποία παρά ταύτα έχει εγκατασταθεί μονίμως στον οικονομικοπολιτικό βίο της χώρας. Τα αστικά και μικροαστικά ιδεολογικά στερεότυπα που κατακλύζουν την πολιτική ζωή μεταφέρονται στο μεγάλο Συνασπισμό, ο οποίος συγκροτείται σε μια σύνθεση αστικού ελληνικού κόμματος της δεκαετίας του 1990 και παραδοσιακού κομμουνιστικού κόμματος.
Στη δεκαετία του 1990 η κρίση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων της δύσης, που δεν μετεξελίχθηκαν συστημικά, οξύνεται και διακυβεύεται η ύπαρξή τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κρίση καθορίζεται από αντιφάσεις που ανακύπτουν ως υπαρξιακά ερωτήματα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου κι ενώ δεν είναι ακόμα σε θέση να περιλάβουν στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους τη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Οι λαϊκές τάξεις επανέρχονται
Σταδιακά, μέσα από την καταναλωτική δημοκρατία και το πλαστικό χρήμα, το οποίο προσέδεσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, αναδύονται στη σκηνή της ιστορίας οι νέοι κολασμένοι της γης, αυτοί και αυτές που πολλαπλασιάζουν τις στρατιές των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανασφάλιστων, των αστέγων, των χωρίς χαρτιά, των “περιττών” ανθρώπων, όπως θα τους χαρακτηρίσει αργότερα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και οι οποίοι αποτελούν τους παρίες των δυτικών κοινωνιών - αρχικά το 1/3 του πληθυσμού και σήμερα πολύ περισσότεροι. Όλοι αυτοί συναντούν μέσα από τα ριζοσπαστικά κινήματα που δημιουργούν, το διεθνές κίνημα των αγροτών, το οικολογικό κίνημα για τη σωτηρία του πλανήτη, τα κινήματα για τον έλεγχο των χρηματαγορών και τη διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου και τα, κατ’ εξοχήν παγκόσμια, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα.
Τα κινήματα αυτά ενεργοποίησαν τις ισχνές αριστερές οργανώσεις ενώ το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που αποτέλεσε το επιστέγασμα των νέων κινημάτων, τους έδωσε το φιλί της ζωής. Πρώτον, γιατί τα αριστερά κόμματα έλαβαν μέρος με τα μέλη τους και συχνά πρωτοστάτησαν στην παγκόσμια αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (Κομμουνιστική Επανίδρυση, Λίγκα, ΓΚΚ, Ισπανική Αριστερά, οι μετέπειτα συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) και, δεύτερον, γιατί κατανόησαν την ανάγκη ανατροπών στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους ώστε ν’ αντιστοιχηθούν στην κοινωνική πραγματικότητα που έκαναν ορατή τα κινήματα.
Τα αριστερά κόμματα βίωναν, όμως, ακόμα τον απόηχο ενός παρελθόντος εσωτερικών διασπάσεων και ασαφούς ταυτότητας, δηλαδή αντιμετώπιζαν μια βαθιά κρίση, την οποία δεν κατάφεραν να υπερβούν τελικά. Τα νεότερα εγχειρήματα - Die Linke, ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Μπλόκο πρέπει να εξεταστούν αναλυτικά.
Η σύγχρονη αυταρχική μετα-δημοκρατία και οι μεταλλαγές των κομμάτων
Η αυταρχική συναινετική δημοκρατία, όπως ορίστηκε από τον Νίκο Πουλαντζά στο τέλος της δεκαετίας του 1970, χάνει σταδιακά τη συναινετική της διάσταση η οποία αντικαθίσταται από την άμεση καταστολή και τη βία της καταρρέουσας αγοράς εργασίας. Η κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων, λόγω της απορρόφησης βασικών τους λειτουργιών από την κρατική διοίκηση, παροξύνεται και οδηγεί στην κατάργηση της όποιας αυτόνομης πολιτικής λειτουργίας τους. Τα κόμματα αυτά συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά ως κοινοβουλευτικές ομάδες με υπερεξουσίες του αρχηγού, χωρίς καν τις τυπικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις άρα και τις πολιτικές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Μετατοπίζονται στο έδαφος της ενιαίας προγραμματικής σκέψης που επιβάλλει η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε συνθήκες ήττας των λαϊκών τάξεων.
Μιλώντας για την Ελλάδα προκύπτει εμφανώς η ομοιομορφία των αστικών πολιτικών κομμάτων και η δόμησή τους ως κλειστά συστήματα πολιτικών επιτελείων από επαγγελματίες της πολιτικής, με ελάχιστη προγραμματική αυτονομία έναντι των μνημονίων, άρα δομική αδυναμία κοινωνικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων. Την ακινησία αυτή της πλήρους ενσωμάτωσης των αστικών κομμάτων στην κρατική διοίκηση - σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς υπερκείμενους «θεσμούς» - διέρρηξε προσωρινά η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολιτευτικής δύναμης που άντλησε αρχικά τη ραγδαία αύξηση των εκλογικών ποσοστών του από τους μαζικούς κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της περιόδου 2010-2012. Η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό σχέδιο της λιτότητας, που εφαρμόζεται στη χώρα μας μέσω των μνημονίων και για την αποπληρωμή του ριζικά αμφισβητούμενου δημόσιου χρέους, οδηγεί σε μια ραγδαία μετάλλαξη της κομματικής του φυσιογνωμίας. Πολλά από τα σημερινά χαρακτηριστικά του προϋπήρχαν στην αντιπολιτευτική περίοδο, παροξύνθηκαν από το 2013 και χρειάζεται να αναλυθούν σε βάθος αν επιθυμούμε να δημιουργήσουμε ένα μαζικό, δημοκρατικό αριστερό πολιτικό φορέα, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος. Αυτό που πάντως βλέπουμε σήμερα καθαρά να συντελείται είναι η ολοκληρωτική μετατόπιση του κόμματος στο κράτος και η πυραμιδοειδής δόμησή του ιεραρχικά - από τον αρχηγό στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική ομάδα.
Όσον αφορά το ΚΚΕ επαναλαμβάνει στην κομματική του τυπολογία την πιο συγκεντρωτική/ ιεραρχική, μη δημοκρατική εκδοχή ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων, χωρίς όμως τη δική τους μαζικότητα, άρα δυνατότητα εμπλοκής σε πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις που επιτρέπουν αναθεωρήσεις ή ανατροπές στην πολιτική και τη φυσιογνωμία ενός κόμματος. Καθώς περιχαρακώνεται ως κόμμα-οχυρό και περιορίζεται στη ρητορική μιας «επαναστατικής» αλλαγής σε απροσδιόριστο χρόνο, κατ’ ουσίαν αναπαράγει τον εαυτό του αποτελώντας, όπως και το ίδιο διατείνεται, ένα διαχρονικό αναλλοίωτο σημείο αναφοράς στο περιθώριο του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και σε φοβική απόσταση από τα κοινωνικά κινήματα και τις κοινωνικές εκρήξεις.
Ο σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου μέσα σε συνθήκες ανελέητης καταστολής οδήγησε στις αρχές του 20ου αιώνα στη δημιουργία του επαναστατικού κόμματος της πρωτοπορίας των αποφασισμένων κομμουνιστών, τους οποίους συνείχε η σιδηρά πειθαρχία. Η σταδιακή μετεξέλιξη των κομμάτων αυτών στις χώρες που πήραν την εξουσία σε κόμμα - κράτος θέτει σημαντικά ζητήματα που δεν προσεγγίζονται, παρά μόνο έμμεσα, στο παρόν κείμενο. Η συζήτηση για το κόμμα στις επαναστατικές δεκαετίες, από το 1960 μέχρι το 1980, γίνεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης της κρίσης του μαρξισμού και των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης και στον ορίζοντα της ρήξης με τα καθεστώτα που ονομάστηκαν υπαρκτός σοσιαλισμός και κατέρρευσαν λίγο αργότερα. Ο χαρακτήρας του κόμματος αναζητήθηκε τότε στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, στους ταξικούς λαϊκούς αγώνες και στη σχέση του κόμματος με το κράτος. Αυτή η σχέση αποτελεί και σήμερα, από πολλές πλευρές, σημείο κλειδί για τον χαρακτήρα της οργάνωσης. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το κράτος ήταν (και είναι) καταλυτικός στη θεωρητική προσέγγιση και την υλική μορφή του αριστερού κόμματος.
Όπως επεσήμαινε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ σε μια συζήτηση για το κόμμα “η εικόνα ενός πρωτόγονου εργατικού κινήματος που στρατοπεδεύει «εκτός των τειχών» είναι εσφαλμένη γιατί, εφόσον οι μάζες ποτέ δεν βρίσκονται «εκτός κράτους», ούτε το εργατικό επαναστατικό κίνημα βρίσκεται ποτέ «εκτός κράτους»”. Απέναντι στην προσέγγιση του κράτους ως οχυρού της κυρίαρχης τάξης και ως ενδογενούς οντότητας, που παραπέμπει στην εξωτερικότητα των κυριαρχούμενων τάξεων, ο Νίκος Πουλαντζάς διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση : το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως σχέση, “ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο Κράτος”.
Οι επιμέρους μερίδες της κυρίαρχης τάξης ενοποιούνται διαμέσου του κράτους (το κράτος ως κόμμα της αστικής τάξης) ενώ οι κυριαρχούμενες εμφανίζονται με τη μορφή εστιών αντιπαράθεσης στην εξουσία των κυρίαρχων. Αυτή η παρουσία, ολοένα και ισχνότερη σήμερα, των λαϊκών τάξεων που είναι απόρροια της άσκησης πολιτικής από τα αριστερά κόμματα και τα λαϊκά κινήματα αλλά και των αντιφάσεων του κοινωνικού ανταγωνισμού ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους, δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές τάξεις μπορούν να κατακτήσουν μέσα στο κράτος εξουσία χωρίς μια συνολική ρήξη και επιμέρους τομές που οδηγούν στο ριζικό μετασχηματισμό του. Άλλωστε, όπως το διατυπώνει ο Ζακ Ρανσιέρ, “η δημοκρατία ουδέποτε ταυτίζεται με μια νομικοπολιτική αρχή. Τούτο δε σημαίνει ότι είναι αδιάφορη απέναντί της. Σημαίνει ότι η εξουσία του λαού βρίσκεται πάντα εντεύθεν και εκείθεν μορφών τέτοιου είδους”.
Το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σχέδιο
Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980 ο νεοφιλελευθερισμός μετασχηματίζει ριζικά τις πολιτικές λειτουργίες του κράτους και τον χαρακτήρα των δυτικών δημοκρατιών. Η νέα μορφή κράτους – η συναινετική αυταρχική δημοκρατία, σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά – αφορά σε μια “γενικότερη μετάθεση των διαδικασιών νομιμοποίησης από τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση, της οποίας ήταν προηγουμένως προνομιακοί συνομιλητές”. Τα αστικά κόμματα χάνουν την ιδεολογική τους λειτουργία, που μεταφέρεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την παραδοσιακή αντιπροσωπευτική τους λειτουργία απέναντι στις τάξεις και τις μερίδες τις οποίες εκφράζουν. Τα παραπάνω συνεπάγονται κρίση των αστικών κομμάτων, συρρίκνωση της όποιας συμμετοχικής διαδικασίας των μελών τους, ενδυνάμωση των αρχηγών, των κλειστών συγκεντρωτικών επιτελείων και των τεχνοκρατών.
Η κρίση αυτή των αστικών κομμάτων, που αρχίζει να εκδηλώνεται στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1980, επηρεάζει τα αριστερά κόμματα τα οποία κινούνται μ’ ένα τρόπο στο πεδίο του κράτους ή/και τείνουν να αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η σταδιακή μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών κομμάτων που ενώ τοποθετούνται αριστερά της διαχωριστικής γραμμής αριστερά - δεξιά (π.χ. κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία) σταδιακά αλλάζουν στρατόπεδο και αναλαμβάνουν ένα συμπληρωματικό με τα δεξιά κόμματα ρόλο στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα.
Η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων είναι κατ’ αρχήν ενδογενής και αφορά στη σχέση που οικοδομούν με την κοινωνία και στη μη έγκαιρη πρόσληψη και κατανόηση των μετασχηματισμών που χαρακτηρίζουν τις κυριαρχούμενες τάξεις μετά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Έχοντας τοποθετηθεί έξω ή/και εχθρικά προς τα μεγαλειώδη κινήματα της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 (ΓΚΚ/Μάης, ΙΚΚ/θερμό φθινόπωρο) χάνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν μέσα από την κοινωνική κίνηση τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων τάξεων και τις νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησής τους. Η εργατική τάξη, ευρύτερα τα λαϊκά στρώματα, εμπλέκονται σε νέες αντιφάσεις τόσο γιατί η παραγωγή υπεραξίας δεν έχει πια ένα μοναδικό κέντρο, έναν τόπο - το εργοστάσιο όσο και γιατί οι θεωρούμενες ως δευτερεύουσες αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αναδεικνύονται δυναμικά και ωθούν στην εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων.
Αυτή η κοινωνική υστέρηση συμβαδίζει και εν μέρει απορρέει από τον χαρακτήρα του κόμματος, το οποίο αναπαράγεται ως ιεραρχικά δομημένος μηχανισμός αντιπολιτευτικής εξουσίας, με περιορισμένη αποδοχή διαφοροποιήσεων πάνω σε σοβαρά θέματα στο εσωτερικό του.
Η αναγνώριση της παρουσίας των νέων αντιφάσεων και των νέων χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης γίνεται μεν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 από τα αριστερά κόμματα, αλλά ή συμβαδίζει με την αποκομμουνιστικοποίησή τους (ΙΚΚ, ΚΚΕεσ.), στο πλαίσιο όχι μιας επανεξέτασης των σχέσεών τους με την εργατική τάξη αλλά αποστασιοποίησης από αυτή, ή δεν συμβάλλει σε αλλαγές στην κομματική δομή (ΓΚΚ μετά την πτώση της κυβέρνησης της αριστεράς).
Η ήττα των κομμουνιστικών κομμάτων είναι συνθλιπτική γιατί το εμβληματικό έτος 1989 κατέρρευσαν οριστικά τα καθεστώτα σοβιετικού τύπου και μαζί τους ένα υπόδειγμα το οποίο, ακόμα και αν είχαν επικρίνει ή απορρίψει, χαρακτήριζε ένα ολόκληρο αιώνα και τα ίδια.
Η συναινετική δημοκρατία της αγοράς
Εν τω μεταξύ το κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας συγκροτεί σταδιακά, μετά το 1980, τη συναίνεση και τη δημοκρατία στην αγορά, δηλαδή σ’ ένα πεδίο σχέσεων όπου η ελευθερία και η ατομικότητα του καταναλωτή ταυτίζονται ή υποκαθιστούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη της αστικής δημοκρατίας. Ο πολίτης μεταφέρει την πολιτική του υπόσταση σ’ ένα μη πολιτικό χώρο, απεξαρτάται από κάθε μορφή κοινωνικού και πολιτικού θεσμού, αναχρονιστικού ή νέου, ο οποίος παραπέμπει σε οργανωμένες μορφές κριτικής και αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας. “Το «κοινωνιολογικό» πορτρέτο της πρόσχαρης μεταμοντέρνας δημοκρατίας σηματοδοτούσε την καταστροφή της πολιτικής που είχε πλέον υποδουλωθεί σε μια μορφή κοινωνίας, στο πηδάλιο της οποίας βρισκόταν μόνο ο νόμος της καταναλωτικής ατομικότητας” υπογραμμίζει ο Ρανσιέρ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος Σημίτη στην Ελλάδα, όταν ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και την είσοδο στην ΟΝΕ. Η καταναλωτική ευμάρεια μέσω δανείων, η ψευδαίσθηση πλουτισμού των λαϊκών τάξεων μέσω του Χρηματιστηρίου, το εθνικό όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων και η απαξίωση της πολιτικής, ολ’ αυτά αποτελούν την εξωτερική επιφάνεια μιας σταδιακής απώλειας κοινωνικών δικαιωμάτων και εκδήλωσης ενός νέου κρατικού αυταρχισμού.
Λίγο πριν το 1989 και στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας δημοκρατίας η ελληνική αριστερά (ΚΚΕ και ΕΑΡ) συναντήθηκε με τη δεξιά στο όνομα της κάθαρσης από τη διαφθορά, η οποία παρά ταύτα έχει εγκατασταθεί μονίμως στον οικονομικοπολιτικό βίο της χώρας. Τα αστικά και μικροαστικά ιδεολογικά στερεότυπα που κατακλύζουν την πολιτική ζωή μεταφέρονται στο μεγάλο Συνασπισμό, ο οποίος συγκροτείται σε μια σύνθεση αστικού ελληνικού κόμματος της δεκαετίας του 1990 και παραδοσιακού κομμουνιστικού κόμματος.
Στη δεκαετία του 1990 η κρίση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων της δύσης, που δεν μετεξελίχθηκαν συστημικά, οξύνεται και διακυβεύεται η ύπαρξή τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κρίση καθορίζεται από αντιφάσεις που ανακύπτουν ως υπαρξιακά ερωτήματα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου κι ενώ δεν είναι ακόμα σε θέση να περιλάβουν στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους τη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Οι λαϊκές τάξεις επανέρχονται
Σταδιακά, μέσα από την καταναλωτική δημοκρατία και το πλαστικό χρήμα, το οποίο προσέδεσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, αναδύονται στη σκηνή της ιστορίας οι νέοι κολασμένοι της γης, αυτοί και αυτές που πολλαπλασιάζουν τις στρατιές των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανασφάλιστων, των αστέγων, των χωρίς χαρτιά, των “περιττών” ανθρώπων, όπως θα τους χαρακτηρίσει αργότερα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και οι οποίοι αποτελούν τους παρίες των δυτικών κοινωνιών - αρχικά το 1/3 του πληθυσμού και σήμερα πολύ περισσότεροι. Όλοι αυτοί συναντούν μέσα από τα ριζοσπαστικά κινήματα που δημιουργούν, το διεθνές κίνημα των αγροτών, το οικολογικό κίνημα για τη σωτηρία του πλανήτη, τα κινήματα για τον έλεγχο των χρηματαγορών και τη διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου και τα, κατ’ εξοχήν παγκόσμια, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα.
Τα κινήματα αυτά ενεργοποίησαν τις ισχνές αριστερές οργανώσεις ενώ το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που αποτέλεσε το επιστέγασμα των νέων κινημάτων, τους έδωσε το φιλί της ζωής. Πρώτον, γιατί τα αριστερά κόμματα έλαβαν μέρος με τα μέλη τους και συχνά πρωτοστάτησαν στην παγκόσμια αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (Κομμουνιστική Επανίδρυση, Λίγκα, ΓΚΚ, Ισπανική Αριστερά, οι μετέπειτα συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) και, δεύτερον, γιατί κατανόησαν την ανάγκη ανατροπών στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους ώστε ν’ αντιστοιχηθούν στην κοινωνική πραγματικότητα που έκαναν ορατή τα κινήματα.
Τα αριστερά κόμματα βίωναν, όμως, ακόμα τον απόηχο ενός παρελθόντος εσωτερικών διασπάσεων και ασαφούς ταυτότητας, δηλαδή αντιμετώπιζαν μια βαθιά κρίση, την οποία δεν κατάφεραν να υπερβούν τελικά. Τα νεότερα εγχειρήματα - Die Linke, ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Μπλόκο πρέπει να εξεταστούν αναλυτικά.
Η σύγχρονη αυταρχική μετα-δημοκρατία και οι μεταλλαγές των κομμάτων
Η αυταρχική συναινετική δημοκρατία, όπως ορίστηκε από τον Νίκο Πουλαντζά στο τέλος της δεκαετίας του 1970, χάνει σταδιακά τη συναινετική της διάσταση η οποία αντικαθίσταται από την άμεση καταστολή και τη βία της καταρρέουσας αγοράς εργασίας. Η κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων, λόγω της απορρόφησης βασικών τους λειτουργιών από την κρατική διοίκηση, παροξύνεται και οδηγεί στην κατάργηση της όποιας αυτόνομης πολιτικής λειτουργίας τους. Τα κόμματα αυτά συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά ως κοινοβουλευτικές ομάδες με υπερεξουσίες του αρχηγού, χωρίς καν τις τυπικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις άρα και τις πολιτικές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Μετατοπίζονται στο έδαφος της ενιαίας προγραμματικής σκέψης που επιβάλλει η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε συνθήκες ήττας των λαϊκών τάξεων.
Μιλώντας για την Ελλάδα προκύπτει εμφανώς η ομοιομορφία των αστικών πολιτικών κομμάτων και η δόμησή τους ως κλειστά συστήματα πολιτικών επιτελείων από επαγγελματίες της πολιτικής, με ελάχιστη προγραμματική αυτονομία έναντι των μνημονίων, άρα δομική αδυναμία κοινωνικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων. Την ακινησία αυτή της πλήρους ενσωμάτωσης των αστικών κομμάτων στην κρατική διοίκηση - σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς υπερκείμενους «θεσμούς» - διέρρηξε προσωρινά η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολιτευτικής δύναμης που άντλησε αρχικά τη ραγδαία αύξηση των εκλογικών ποσοστών του από τους μαζικούς κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες της περιόδου 2010-2012. Η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό σχέδιο της λιτότητας, που εφαρμόζεται στη χώρα μας μέσω των μνημονίων και για την αποπληρωμή του ριζικά αμφισβητούμενου δημόσιου χρέους, οδηγεί σε μια ραγδαία μετάλλαξη της κομματικής του φυσιογνωμίας. Πολλά από τα σημερινά χαρακτηριστικά του προϋπήρχαν στην αντιπολιτευτική περίοδο, παροξύνθηκαν από το 2013 και χρειάζεται να αναλυθούν σε βάθος αν επιθυμούμε να δημιουργήσουμε ένα μαζικό, δημοκρατικό αριστερό πολιτικό φορέα, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος. Αυτό που πάντως βλέπουμε σήμερα καθαρά να συντελείται είναι η ολοκληρωτική μετατόπιση του κόμματος στο κράτος και η πυραμιδοειδής δόμησή του ιεραρχικά - από τον αρχηγό στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική ομάδα.
Όσον αφορά το ΚΚΕ επαναλαμβάνει στην κομματική του τυπολογία την πιο συγκεντρωτική/ ιεραρχική, μη δημοκρατική εκδοχή ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων, χωρίς όμως τη δική τους μαζικότητα, άρα δυνατότητα εμπλοκής σε πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις που επιτρέπουν αναθεωρήσεις ή ανατροπές στην πολιτική και τη φυσιογνωμία ενός κόμματος. Καθώς περιχαρακώνεται ως κόμμα-οχυρό και περιορίζεται στη ρητορική μιας «επαναστατικής» αλλαγής σε απροσδιόριστο χρόνο, κατ’ ουσίαν αναπαράγει τον εαυτό του αποτελώντας, όπως και το ίδιο διατείνεται, ένα διαχρονικό αναλλοίωτο σημείο αναφοράς στο περιθώριο του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και σε φοβική απόσταση από τα κοινωνικά κινήματα και τις κοινωνικές εκρήξεις.
Β. ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ, ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, ΜΑΖΙΚΟ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΦΟΡΕΑ
Η προηγούμενη περιοδολόγηση στους μετασχηματισμούς των αριστερών κομμάτων, παράλληλα με αυτές των αστικών και σε αναφορά με το κράτος και τους δεσμούς τους με τις κυριαρχούμενες τάξεις, αν και εξαιρετικά σχηματική, είχε σκοπό να υπενθυμίσει μια παράδοση στην οποία το θέμα του αριστερού κόμματος τίθεται ιστορικά με βάση πολιτικά και θεωρητικά επίδικα. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε μία σε βάθος συζήτηση σήμερα, που θα αναμετράται με την ιστορική εμπειρία, ώστε να επινοήσουμε μια ανοιχτή μορφή πολιτικού φορέα που αντιστοιχεί αρχικά στη συγκυρία αλλά μπορεί να εξελίσσεται μέσα από τις ανάγκες της εσωτερικής του ζωής και των κοινωνικών συγκρούσεων. Έχουμε πίσω μας μια μεγάλη ήττα στην Ελλάδα και ένα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων της αριστεράς στην Ευρώπη. Παρά το ότι η ευρωπαϊκή αριστερά εμφανίζει μια δυναμική εντοπισμένη σε συγκεκριμένες εστίες που συγκλίνουν με κοινωνικές αντιστάσεις, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της λιτότητας δεν αμφισβητείται μαζικά. Έχουμε μπροστά μας μια εξαιρετικά δύσβατη πορεία η επιτυχία της οποίας εξαρτάται από τις κοινωνικές/ταξικές συγκρούσεις, δηλαδή τις κοινωνικές αντιστάσεις που θα εκδηλωθούν και στις οποίες πρέπει να πάρουμε μέρος και να συμβάλλουμε στην προετοιμασία τους.
Η απαλλαγή από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις προϋποθέτει σύγκρουση με τις καπιταλιστικές τάξεις στη χώρα μας και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό προϋποθέτει μαζική συμμετοχή των εν δυνάμει σύμμαχων λαϊκών τάξεων στη διατύπωση και εφαρμογή του εναλλακτικού σχεδίου. Ο νέος πολιτικός φορέας δεν δημιουργείται για να στεγάσει αυτούς που οι γραμμές τους δεν είχαν απήχηση αλλά τώρα θα πείσουν τον λαό σ’ ένα νέο κύκλο μαχητικής προπαγάνδας. Δημιουργείται για να αποτελέσει έναν αριστερό αντιμνημονικό πολιτικό πόλο, που θα βρίσκει σταδιακά τον βηματισμό του καθώς θα συνεργεί στην κοινωνική κίνηση, θα επιμένει και θα συμβάλλει στη συλλογική επεξεργασία του αντιμνημονιακού σχεδίου, το οποίο αρχικά συντίθεται από τρεις αλληλοσυμπληρούμενους άξονες : έξοδος από την Ευρωζώνη, ανασυγκρότηση/μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας, ανασύσταση της κατακερματισμένης και περιθωριοποιημένης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Από την παραπάνω προσέγγιση προκύπτουν τα ακόλουθα σημεία για τον χαρακτήρα του αριστερού πολιτικού φορέα.
Σημείο 1 : Ο αριστερός πολιτικός φορέας δημιουργείται σταδιακά μέσα από την όσμωση στοιχείων της επίκαιρης ιστορικής παράδοσης με τη θεωρητική και πρακτική εμπειρία οργανώσεων, τάσεων, ρευμάτων και προσώπων που συναντώνται για να τον δημιουργήσουν. Λειτουργεί κατ’ αρχήν ως ένας πόλος συσπείρωσης των αντιμνημονιακών αριστερών δυνάμεων που αποφασίζουν να εκθέσουν τη μοναδικότητά τους στη δυνατότητα μετασχηματισμού ώστε να επινοηθεί μια νέα κοινή πολιτική σύνθεση. Γνωρίζουμε ότι η δημοκρατία είναι μια συνθήκη υψηλού ρίσκου το οποίο επικαλούνται οι αντίπαλοί της για να τιθασσεύσουν την ελεύθερη ανάπτυξή της στις διαφορετικές της μορφές, ανάπτυξη που συμβαδίζει με την ισότητα όσων συναπαρτίζουν ένα δημοκρατικό σώμα. Η επιθυμία διατήρησης των προϋπαρχουσών οργανώσεων εμπεριέχει τον φόβο της δημοκρατίας (και της ελευθερίας).
Σε κάθε περίπτωση, οι διαδικασίες θέσμισης του νέου πολιτικού φορέα δεν προϋποθέτουν αναγκαστική αυτοκατάργηση των οργανωμένων συλλογικοτήτων που δεν το επιθυμούν. Θα μπορούσαν να διατηρηθούν, όμως ως εξωτερικότητες προς τον νέο φορέα στον οποίο λειτουργούν αυτονόητα ρεύματα ιδεών και τάσεις, εκφράζοντας την πλουραλιστική πολυμέρεια που παράγει διαρκώς νέες δυνατότητες συνθέσεων και ανασυνθέσεων. Σημασία όμως έχει ο υπό κατασκευή αριστερός πολιτικός φορέας να συντεθεί εξ αρχής από θεσμικά ισότιμα πρόσωπα-μέλη. Η ομοσπονδιακή μορφή η οποία προτείνεται ως οργανωτική λύση για τη μετωπική συνύπαρξη αναπαράγει, ηθελημένα ή αθέλητα, άσκοπους εγκλεισμούς και αποτρέπει την ελεύθερη ανταλλαγή/ανασύνθεση ιδεών και πρακτικών. Προτρέπει κάθε μέλος να «προεγγράφεται» σε μια οργανωμένη ομάδα γιατί ως «μη ενταγμένο» είναι μέλος δεύτερης κατηγορίας. Κυρίως προκαταλαμβάνει τη δυνατότητα των μελών του ενιαίου φορέα να σκέφτονται και ν’ αποφασίζουν ελεύθερα.
Σημείο 2 : Ο αριστερός πολιτικός φορέας επιδιώκει πρωτίστως να είναι μαζικός. Αν πιστεύουμε ειλικρινά ότι «οι μάζες γράφουν την ιστορία» θα πρέπει κατά μείζονα λόγο να ενθαρρύνουμε τη μαζικότητα η οποία απορρέει και από τις ίσες δυνατότητες που δίδονται στα μέλη να γράψουν ισότιμα την ιστορία του.
Ο μαζικός χαρακτήρας του αριστερού πολιτικού φορέα δεν αποσυνδέει σε καμία περίπτωση την πολιτική που ασκείται από τα ιδεολογικά και θεωρητικά συμφραζόμενά της. Άλλωστε, σήμερα γνωρίζουμε ότι η ιδεολογία δεν αποτελεί μια ένθετη υπερδομή στην υλική βάση, την οποία διαμορφώνει και εισάγει το κόμμα στην κοινωνία, αλλά είναι παρούσα στις σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις και ότι οι ιδέες και οι αντιλήψεις με τις αντιφάσεις τους κυκλοφορούν ελεύθερα παντού όπου ζουν και εργάζονται οι λαϊκές τάξεις. Σε κάθε περίπτωση, ένας σύγχρονος μαζικός, δημοκρατικός αριστερός φορέας δεν προσεγγίζει τις θεωρητικές και ιδεολογικές του συντεταγμένες με τρόπο δογματικό και στατικό αλλά πλουραλιστικό και συμβιωτικό. Αντλεί από τα ιστορικά και σύγχρονα ρεύματα του μαρξισμού και τα σύγχρονα προοδευτικά ρεύματα θεωρίας και πολιτικής σκέψη, είναι ο ίδιος χώρος παραγωγής ριζοσπαστικών ιδεών στο βαθμό που έρχεται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία.
Σημείο 3 : Όπως προκύπτει από την ιστορική περιοδολόγηση, ένα αριστερό κόμμα δεν βρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν έξω από το κράτος καθώς ασκεί (ανταγωνιστική) πολιτική, δεν πρέπει όμως να αντιγράφει την υλικότητα των μηχανισμών του. Τα αστικά κόμματα χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές, συγκεντρωτισμό, αρχηγισμό, ποπουλισμό, ελάχιστη και κυρίως τηλεοπτική επικοινωνία με την κοινωνική τους βάση, προνομιακή ή ολοσχερή μετατόπιση της δράσης τους στο κοινοβούλιο, αποπολιτικοποίηση των θεμάτων και τεχνοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων. Η παράδοση των γραφειοκρατικών αριστερών κομμάτων φέρει πολλά χαρακτηριστικά συγγενή μ’ αυτά των αστικών κομμάτων, ιδιαίτερα σήμερα που η κοινοβουλευτική παρουσία μπορεί να μεταμορφώνει καταλυτικά τη φυσιογνωμία και των αριστερών κομμάτων, όπως έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κοινοβουλευτικό τυπικό των κομμάτων της μετα-δημοκρατίας επιβάλλει και υποβάλλει όχι μόνο μια συγκρότηση γύρω από τον Αρχηγό αλλά και μια υπεραξίωση των κοινοβουλευτικών ομάδων έναντι των κομμάτων, τα οποία, για λόγους που αναφέρθηκαν, συρρικνώνονται δραστικά και φθίνουν πολιτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπασχε σοβαρά σ’ αυτό το θέμα αν και αρκετά μέλη του λειτουργούσαν κατά προτεραιότητα και συστηματικά στα κοινωνικά κινήματα της αντιμνημονιακής περιόδου.
Χαρακτηριστικός της κοινοβουλευτικής παθογένειας είναι ο ανταγωνισμός που παρατηρείται για μια θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα και η σημασία που αποδίδεται στο έργο του βουλευτή/τριας έναντι άλλων εξαιρετικά σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών ρόλων. Στη σύγχρονη μετα-δημοκρατία της ενσωμάτωσης των περισσότερων λειτουργιών των κομμάτων στην κρατική διοίκηση δημιουργείται ένα κοινοβουλευτικό διακομματικό και υπερκομματικό σώμα, υπό την έννοια ότι με τις παροχές που απολαμβάνει αναπτύσσει ίδια συμφέροντα και προσδοκίες. Η υπέρβαση των παραπάνω στρεβλώσεων από ένα αριστερό πολιτικό φορέα συνδέεται πρωτίστως με την προνομιακή εγγραφή της δράσης του στην κοινωνία έναντι της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Σημείο 4 : Ένας αριστερός πολιτικός φορέας πρέπει να δομείται στη βάση της ισότητας των μελών του και της δημοκρατίας. Ο Ρανσιέρ αναφέρεται στην ισότητα ως «μια προϋπόθεση προς επαλήθευση. Αυτή η επαλήθευση είναι η δυναμική της ισότητας. Όσοι ξεκινούν από την ανισότητα επαληθεύουν την ανισότητα». Η δημοκρατία, πάλι, δεν είναι μια τυπική δομή νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων από τα κεντρικά όργανα, στα οποία κατά παράδοση δίνεται η μάχη των συσχετισμών. Η δημοκρατία προϋποθέτει μια εσωτερική δημοκρατική ζωή, μια διαρκή συνομιλία, στην οποία κανείς δεν έχει το προβάδισμα της θέσης του αλλά μόνο των λόγων και των πράξεών του.
Όπως ήδη ειπώθηκε η δημοκρατία δεν αρνείται ρεύματα και τάσεις εντός του κόμματος. Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό θέμα θεωρητικής σύλληψης και πολιτικής αντίληψης. Συχνά οι τάσεις αποσκοπούν στην κατάκτηση του κόμματος, μάλιστα με μέσα που απαξιώνουν και τους ίδιους τους πιστούς τους. Ως αποτέλεσμα, η προκαταβολική πειθαρχία που επιβάλλεται πάνω στη δημοκρατία των μελών δεν επιτρέπει συνολικά στο φορέα να βουλεύεται και να πράττει σύμφωνα με αποφάσεις που λαμβάνονται ελεύθερα.
Σχετικά με τη συγκρότηση του μαζικού, δημοκρατικού αριστερού πολιτικού φορέα :
Οι τοπικές συνελεύσεις αποτελούν τα βασικά κύτταρά του. Η εκάστοτε πολιτική διαμορφώνεται πρωτογενώς σ’ αυτές τις συνελεύσεις και η τελική διατύπωσή της ολοκληρώνεται στο θεσμό του πολιτικού συμβουλίου, εκτελεστικό όργανο του οποίου είναι η γραμματεία. Ενδιάμεσα επίπεδα θέσμισης (όπως περιφερειακές ή θεματικές επιτροπές, συνελεύσεις συντονισμού κ.λπ.) δημιουργούνται σταδιακά, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις πρωτοβουλίες που προκύπτουν από την κοινωνική δράση των μελών και δεν έχουν απαραίτητα μόνιμο χαρακτήρα.
Δεν χρειάζονται μόνιμα όργανα που «ντουμπλάρουν» τις κοινωνικές, εργατικές και άλλες οργανώσεις. Σοβαρά θέματα σχεδιασμού της κοινωνικής δράσης μπορούν και πρέπει να συζητώνται σε ευρύτερες συσκέψεις, πάντως βασική κατεύθυνση για όλα τα μέλη του αριστερού πολιτικού φορέα αποτελεί η ένταξη στα κινήματα και τους φορείς που εκδηλώνεται η κοινωνική δράση. Η πολιτική ηγεσία προκύπτει από τις διαδικασίες του αριστερού πολιτικού φορέα (πολιτικό συμβούλιο, γραμματεία) είναι συλλογική και δεν αναιρείται από τις κοινοβουλευτικές κατά το σύνταγμα υποχρεώσεις ορισμού αρχηγού. Ο «αρχηγός», δηλαδή ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, ορίζεται μόνο για το έργο στο Κοινοβούλιο.
Σημείο 5 : Ο σύγχρονος, μαζικός, δημοκρατικός αριστερός πολιτικός φορέας δεν προσβλέπει στη στιγμή της εφόδου, σε ένα μετά στο οποίο το πριν δεν θα έχει βάλει τη σφραγίδα του. Απ’ αυτή την άποψη συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του αποτελεί η αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας κοινωνικών θεσμών και παραδειγματικών δράσεων, ιδιαίτερα σήμερα που η μαχητική αντιπολίτευση και το πολιτικό σχέδιο δεν αρκούν ως απάντηση στην κρίση. Η θέση αυτή δεν σημαίνει ένα νέου τύπου πανπολιτικισμό. Όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, "αν υπάρχουν πάντα όρια στην πολιτικοποίηση του κοινωνικού, αυτό συμβαίνει ακριβώς στο μέτρο που οι ταξικοί αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα υπερβαίνουν πάντοτε και μάλιστα με το παραπάνω το κράτος, στο μέτρο που δεν είναι τα πάντα πολιτικά και που η πολιτική δεν είναι η μόνη υπαρκτή διάσταση του κοινωνικού…Οι εξουσίες και οι αγώνες δεν ανάγονται άμεσα στο κράτος ούτε στην πολιτική … Πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν έχουν εκείνα ή τα άλλα αποτελέσματα ή ότι το κράτος δεν επιδρά επάνω τους».
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ένας σύγχρονος, μαζικός, δημοκρατικός, αριστερός πολιτικός φορέας αναγνωρίζει την αξία χώρων ελευθερίας και κοινωνικής αυτοοργάνωσης και τα μέλη του στηρίζουν την ύπαρξή τους ή μετέχουν στη δημιουργία τους, χωρίς ο φορέας να τους υποτάσσει στην πολιτική του ή να παρεμβαίνει στη λειτουργία τους. Ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η μαζική αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε για την υποδοχή και στήριξη των προσφύγων από χιλιάδες ανθρώπους, μέσα στους οποίους αναγνωρίζουμε πολλούς συντρόφους και συντρόφισσες του χώρου μας.
Με δεδομένη την ανθρωπιστική κρίση και τη μαζική φτώχεια, ο πολιτικός φορέας χρειάζεται να προτείνει στην κοινωνία τη δημιουργία μορφών αλληλέγγυας κοινωνικής αυτοοργάνωσης και συνεταιριστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, όχι μόνο ως άμεση απάντηση στην κρίση αλλά και ως προσέγγιση της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής στο πλαίσιο της στρατηγικής για την έξοδο από τα μνημόνια και την παραγωγική/κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας.
Σημείο 6 : Τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί τη δυνατότητά μας να δημιουργήσουμε ένα δημοκρατικό και μαζικό αριστερό πολιτικό φορέα, ένα ανοιχτό στο μέλλον αντιμνημονιακό πόλο, παρά μόνο η αμετάκλητη επιθυμία μας να συμβάλλουμε στην ανατροπή της φτώχειας και της σημερινής υποτέλειας της χώρας μας ως οιονεί προτεκτοράτου σε μια καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση. Τίποτε, επίσης, δε μπορεί να στηρίξει την ατομική και συλλογική συμμετοχή παρά μόνο η μεταξύ μας αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός, η ειλικρίνεια και η απόλυτη προσήλωση στους δημοκρατικούς κανόνες και την ισοτιμία των μελών.
12 Οκτωβρίου 2015
Η Πορτάλιου αλλά και κάθε ονομαζόμενος αριστερός διανοητής δυστυχώς δεν μπορεί να κατανοήσει ένα απλό αλλά θεμελιώδες πράγμα που αναδείχτηκε με τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Ότι το επίθετο "αριστερός" στον τίτλο μιας συλλογικότητας/φορέα όχι μόνο δεν διασφαλίζει οτι αυτή/αυτός θα είναι όντως αυτό που θέλουμε να εννοούμε όταν μιλάμε για αριστερά, αλλά έχει τις εξής συνέπειες:
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Επιτρέπει/προσελκύει μέλη που μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά αλλά να είναι αστοί, μεσοαστοί, μεγαλοαστοί εξουσιαστες ή που χρησιμοποιούν τα κινήματα για να χτίσουν πολιτική καριέρα (ουκ ολίγα τα παραδείγματα και μέσα στη σημερινή κυβέρνηση...)
2. Αποκλείει κόσμο που μπορεί να μην αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός για λόγους όπως μόρφωσης, οικογενειακής προέλευσης κλπ αλλά να λειτουργεί απόλυτα δημοκρατικά, ισότιμα, με σεβασμό, αλληλεγγύη, συμμετοχή σε αγώνες.
Και επειδή η Πορτάλιου μιλά στο τέλος για ειλικρίνεια, την περιμένουμε αλλά δεν τη βλέπουμε. Πού ειναι η αυτοκριτική και η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ; Εξ απαλών ονύχων μη και σπάσουν αβγά, διάφοροι δεσμοί κλπ. Δεν πάει πουθενά έτσι το πράμα. Πρέπει να γίνει κάθαρση αλλά δεν το καταλαβαίνετε και με υλικά ανάμεικτα δε χτίζεται κάτι καινούργιο.