Λάβαμε από φίλο του blog και δημοσιεύουμε το παρακάτω σημείωμα και δύο ποιήματα του Κύπριου Ποιητή Μιχάλη Πιερή.
Σας στέλλω αυτά τα δυο ποιήματα, επειδή, εκτός από τους ξένους, πιστεύω ότι τεράστια ευθύνη έχει κ' εκείνη η κάστα τοπικών τεράτων που, έχοντας την πολιτική και οικονομική εξουσία, διέφθειραν τα πάντα στον τόπο μας, το σύστημα, τις αξίες, τον ίδιο τον λαό. Τα στέλλω ως ένα άλλου τύπου μήνυμα από μια παγωμένη και έντρομη Λευκωσία (προσωπικά δεν είμαι καθόλου τρομαγμένος ούτε καν φοβισμένος). Είμαι οργισμένος όμως όχι μόνο με τους «ξενικούς τύρανους» αλλά και με τους «τοπικούς κοπρίτες». Ήθελα επίσης να δείξω ότι δεν είναι σήμερα που οργίστηκα. Είναι εδώ και πολλά χρόνια που είμαι οργισμένος, όταν είδα ξεκάθαρα αυτό που συμβαίνει σήμερα. Και οργίστηκα πιο πολύ για την αδυναμία μου, εμένα και όσων είναι σαν κι εμένα. Την αδυναμία μας να κάνουμε ο,τιδήποτε, αφού το σύστημα κι αυτός ο κόσμος που έπλασαν μας θεωρούσε και μας θεωρεί άχρηστους. Ας βρουν τη λύση (που σιγά που θα τη βρουν!) τα κοράκια, αυτοί που τα έκαναν όλα ωσάν τα μούτρα τους. Και μας έφεραν εδώ. Στο χείλος της Αβύσσου.
Μιχάλης Πιερής
Ενα με τίτλο «Περίπατος στις λαϊκές αγορές της Λευκωσίας» που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε
πριν από 15 χρόνια και μετά ενσωματώθηκε στη συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο Σ’ όνειρο
η πατρίδα (Πλανόδιον 1998):
Περίπατος στις λαϊκές αγορές της Λευκωσίας
Τις νύχτες κατεβαίνουν φορτηγά, πολιορκούν
οι εργατικοί την πόλη. Ξημέρωμα στις λαϊκές
στήνονται γύρω οι πάγκοι. Στην πόλη υπομένουν
σιωπηλοί το επούσιο μαρτύριο της υπαίθρου.
Με δίχως τύψεις κι ενοχές τρώνε τα τρόφιμα
καταναλώνουν τ’ αγαθά, τα αφοδεύουν.
Βγάζουν ωστόσο έντυπα στην πόλη ψεύτικα
αναλώσιμα και άλλα τέτοια μικροπράγματα
διοικητικά, δικολαβικά, γενναίες πράξεις
και χαρτιά κυκλοφορούν στην πόλη κάτι επίσημοι
τερατικές μορφές. Κύριοι ατσαλάκωτοι, κυρίες
εκτάκτου καλλονής, με το μουνί στο κούτελο...
...Ω, να φυσήξει
ένας αέρας άξαφνα να τους σαρώσει
όλους! Μια καταιγίδα απ’ το βουνό ποτάμι
να τους πνίξει. Να έλθουν όλα ανάποδα
να καθαρίσει ο τόπος. Καινούριος νιος
κατακλυσμός να τα ξεπλύνει, στα στήθη
χωρικών τα βάσανα να φύγουν
στο μπόι της να σηκωθεί ξανά
η πατρίδα.
(Στο μπόι της σκηκωθεί... Τρόπος του λέγειν.
Σώπασαν τα βιολά, σώπασαν τα λαγούτα.
Αφοπλισμένη προχωρεί γονατιστή στο χώμα).
Κι ένα που γράφτηκε πριν από πέντε χρόνια και δημοσιεύτηκε στην έκδοση των
ποιημάτων μου στον Ίκαρο το 2010:
Μητριά Πόλη
«Πώς είναι να μισείς την πόλη σου
να νιώθεις την πατρίδα σου σαν ξένη
σαν κάτι που σου δένει στο λαιμό θηλιά
για να σε πνίξει, πώς είναι να μισείς
τον κόσμο που την κατοικεί, τις άθλιες
φάτσες που κυκλοφορούν, ψυχές
αγριεμένες, δοσμένες στο κυνήγι άνομου
διεφθαρμένου κέρδους. Πώς είναι
να μισείς τις μέρες σου, το χρόνο σου
που φεύγει σκοτωμένος στο τερατώδες
σκηνικό που στήνεται τριγύρω.
Πώς είναι να αισθάνεσαι νεκρός
ή σαν σακάτης, αμέτοχος εις τα κοινά
ανήμπορος να κάνεις κάτι, πώς είναι
από την πόλη σου να θέλεις να ξεφύγεις.»
Λόγια που βρέθηκαν σ’ ένα χαρτί βρεγμένο
στην πίσω τσέπη του παντελονιού ύστερα
που τον έβγαλαν πνιγμένο απ’ το ποτάμι
το βαθύ μιας ξένης πόλης. Δεν ήξεραν
ποιος είναι κι αν ήταν έγκλημα ή πράξη
αυτοκτονίας. Αργότερα μαθεύτηκε
πως ήταν ποιητής μιας ταλαιπώρου χώρας.
Μιχάλης Πιερής
Εν Λευκωσία, 24 Μαρτίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου