Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (του Π. Κονδύλη)




 Η Έλινορ Ρούζβελτ με το ισπανικό κείμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1949.

Αναδημοσιεύουμε από: kondylis.wordpress.com
του Π. Κονδυλη
Περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση
Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Για να το πούμε ακριβέστερα: εν έτει 1998 δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν θα υπάρξουν στο μέλλον. Η διαπίστωση αυτή είναι αναπόδραστη αν επιθυμούμε να ορίσουμε την έννοια του «δικαιώματος» και του «ανθρώπινου δικαιώματος» αυστηρά και αδιαφορώντας απέναντι σε πολιτικές – ιδεολογικές σκοπιμότητες. «Δικαίωμα» δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια των φιλοσόφων ή που ευδοκιμεί στα χείλη των προπαγανδιστών. Στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Και ως «ανθρώπινο δικαίωμα» επιτρέπεται να θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, δηλαδή χωρίς τη διαμεσολάβηση εξουσιαστικών αρχών και συλλογικών υποκειμένων (π.χ. εθνών και κρατών) που, από εννοιολογική και φυσική άποψη, είναι στενότερα από την ανθρωπότητα ως σύνολο.
Επιπλέον, ένα γνήσιο ανθρώπινο δικαίωμα θα πρέπει να ισχύει και να απολαμβάνεται παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι, δηλαδή παντού όπου επιθυμεί να εγκατασταθεί καθένας. Ωστε σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα δίχως απεριόριστη ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης και δίχως αυτόματη νομική εξίσωση όλων των ατόμων με όλα τα άτομα χάρη στην οικουμενική ισχύ μιας ενιαίας νομοθεσίας. Οσο ο Αλβανός, π.χ., δεν έχει στην Ιταλία τα ίδια δικαιώματα με τον Ιταλό, μπορούμε stricto sensu να μιλάμε για πολιτικά και αστικά, όχι για ανθρώπινα δικαιώματα.
Βεβαίως, τα κράτη μπορούν να βαφτίζουν ορισμένα τουλάχιστον από τα δικαιώματα, τα οποία δίνουν στους πολίτες τους, «ανθρώπινα δικαιώματα», όμως η έκφραση αυτή θα είχε νόημα μόνον εάν το κράτος επεφύλασσε αποκλειστικά στους δικούς του υπηκόους τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος», όπως κάνουν μερικές πρωτόγονες φυλές. Γιατί σε ενάντια περίπτωση κανένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δικαιώματα τα οποία θεωρούνται κατ\’ εξοχήν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του λόγου, είναι δυνατό να τα απολαύσουν άτομα που βρίσκονται έξω από τα σύνορά του. Και αντίστροφα: κανένα κράτος δεν μπορεί, χωρίς να αυτοδιαλυθεί, να αναγνωρίσει σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως ορισμένα δικαιώματα που θεωρούνται πολιτικά ή αστικά δικαιώματα, π.χ. το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ή το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Η Παγκόσμια Νέα Τάξη του ΟΗΕ και η "Πανδημία" (Του Κλεάνθη Γρίβα)






















«Το Πρόγραμμα της Παγκόσμιας Νέας Τάξης του ΟΗΕ είναι μια παγκόσμια πρωτοβουλία υψηλού επιπέδου που θεσπίστηκε το 2008 για να προωθήσει ένα νέο οικονομικό μοντέλο, μια νέα πολιτική τάξη και, γενικότερα, μια παγκόσμια νέα τάξη για την ανθρωπότητα, η οποία επιτυγχάνει τους παγκόσμιους στόχους του ΟΗΕ για την αειφόρο ανάπτυξη έως το 2030, και την ευτυχία, την ευημερία και την ελευθερία όλης της ζωής στη Γη έως το 2050… Προώθηση ενός νέου οικονομικού προτύπου Happytalism από το 2008»

Του Κλεάνθη Γρίβα
31Μαΐου 2020











  Από την Παγκόσμια Νέα Τάξη της «Κοινωνίας των Εθνών» (1918)
στην Παγκόσμια Νέα Τάξη του Ο.Η.Ε. (2008 και 2020)

ΑΠΟ ΤΗΝ (ΑΝΕΠΙΤΥΧΗ) ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ (ΚτΕ, 1918)

Η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) ιδρύθηκε το 1919 από τις στάχτες της Α’ Παγκόσμιας Ανθρωποσφαγής (1914-1918) με αμερικανική πρωτοβουλία, με την επιμονή του προέδρου των ΗΠΑ Woodrow Wilso(Γούντροου Ουΐλσονστο Διάγγελμα των 14 σημείων που εκφώνησε στις 8 Ιανουαρίου 1918. Η ΚτΕ συγκροτήθηκε με βάση την Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με την υπόσχεση του αφοπλισμού, της πρόληψης του πολέμου, της ενίσχυσης της συλλογικής ασφάλειας μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων και της βελτίωσης της ζωής σε παγκόσμια κλίμακα, ως φορέας και εγγυητής της διαρκούς ειρήνης, παρόλο που αδυνατούσε να παίξει αυτό το ρόλο γιατί δεν διέθετε δική της στρατιωτική δύναμη για να επιβάλει τις «αποφάσεις» της. Έτσι, μέσα από τις συνεχείς (ατιμώρητες) παραβιάσεις των καταστατικών αρχών της ΚτΕ από τα κράτη-μέλη της κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1930 (Ιταλία, Γερμανία, κ.α.), οδηγήθηκε στον εξ’ ασιτίας θάνατο και η υπόσχεση της διαρκούς ειρήνης (υπό την επίδραση της οποίας, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε αφελώς ως «ο πόλεμος που έθετε τέλος σε όλους τους πολέμους), μέσα σε 20 μόλις χρόνια κατέληξε σε μια δεύτερη –ακόμη βιαιότερη και ανθρωποκτόνα–  παγκόσμια ανθρωποσφαγή.