Το άρθρο τού ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ στο τελευταίο τεύχος τού Πανοπτικόν (26), με τίτλο «Ιατρικοποιημένη καταστολή, ή ο φασισμός τού μέλλοντός μας»1.
Το να μην αντιλαμβανόμαστε τη διασύνδεση επιστήμης και πολιτικής είναι επικίνδυνο· όταν η υπό συζήτησιν επιστήμη είναι η ιατρική, γίνεται πραγματικά ολέθριο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω πολύ επ’ αυτού, είναι πράγματα σχεδόν αυτονόητα για όποιον έχει μια στοιχειώδη ανθρωπολογική κατανόηση. Ποτέ η γνώση δεν στάθηκε καθαρά και αποκλειστικά «γνωστικό» εγχείρημα, μια ανιδιοτελής ενατένιση υποκινούμενη από απλή περιέργεια και θαυμασμό – αισθήματα ανθρωπίνως υπαρκτά, οπωσδήποτε, την έκφραση των οποίων υπηρετούσε κι εξακολουθεί να υπηρετεί με επάρκεια η τέχνη. Ανέκαθεν η «γνώση» ήταν συνδεδεμένη με πρακτικά ενδιαφέροντα και αποβλέψεις, μέρος των πολύπλοκων και συχνότερα τεταμένων σχέσεων του ανθρώπου με ένα περιβάλλον που βιωνόταν πρωτίστως ως μέσον ή εμπόδιο για την εκπλήρωση αναγκών και για την πραγμάτωση σκοπών. Σε όποιον βαθμό η σχέση τής ανθρωπότητας με τον φυσικό της περίγυρο βιωνόταν με τρόπο αγωνιώδη ως σχέση αναμέτρησης, η «γνώση» (προϊόν εκείνου που ονομάζουμε γενικά τεχνική, και όχι το αντίστροφο) υπηρετούσε την ανάπτυξη δύναμης απέναντι σε αυτό τον περίγυρο – πράγμα ρητά αναγνωρισμένο στον αφορισμό ενός εκ των θεμελιωτών τής νεώτερης επιστήμης και πατέρα τής πειραματικής έρευνας: το αξίωμα «scientia est potentia» του σερ Φράνσιζ Μπαίηκον, που διαβάζουμε ως ιστορική υπογραφή τού πνευματικού πολιτισμού τής Δύσης. «Ανάπτυξη δύναμης», όμως, είναι ακριβώς ένας από τους δυνατούς ορισμούς τής πολιτικής, όσο και λέξη potentia/power έχει ως δεύτερο νόημα την πολιτική εξουσία. Ολόκληρο το εγχείρημα της δυτικής, νεωτερικής επιστήμης (όπως άλλωστε, τηρουμένων των αναλογιών, κάθε συστήματος γνώσης-τεχνικής που ανέπτυξαν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, σε οιοδήποτε στάδιο ή γραμμή τής ανάπτυξής τους) είναι μια πολιτική έναντι της φύσης. Ως προς τα ειδικότερα —τα ιδιοπολιτισμικά, όπως λέμε— χαρακτηριστικά της, συνιστά μια πολιτική όχι συναίνεσης ή συνδιαλλαγής (όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πολιτική αρκετών άλλων πολιτισμών, η οποία έτσι αποδίδει ένα καθεστώς συνομιλητή, άρα και κάποιου είδους «υποκειμενικότητα» στη φύση) αλλά δικτατορικού κατεξουσιασμού και αδιάλλακτης κυριαρχίας. Προϊόν αυτής της πολιτικής είναι η αναπαράσταση της φύσης ως βωβού και παθητικού αντικειμένου, «πράγματος» όμοιου με τα τεχνήματα της ανθρώπινης επινοητικότητας.
Αν ιατρική είναι η μεταφορά τής πολιτικής αυτής στον ίδιο τον άνθρωπο, νοούμενον ως μέρος τού φυσικού κόσμου που πρέπει να δαμαστεί και να κυριαρχηθεί —δηλαδή, σώμα—, είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος τις ολέθριες συνέπειες του εγχειρήματος: πραγμοποίηση του ανθρώπου, ολική αναγωγή του σε «αντικείμενο» επί του οποίου μπορούν να ασκηθούν ανεμπόδιστες διαχειριστικές ή διορθωτικές παρεμβάσεις. Χωρίς την «ανθρωπιστική» ρητορεία που είθισται να συνοδεύει την άσκηση της ιατρικής στις φιλελεύθερες κοινωνίες, αυτό είναι ακριβώς το όνειρο κάθε ολοκληρωτισμού: η απεριόριστη χειραγώγηση του ανθρώπινου υλικού και η διάπλασή του σύμφωνα με τη βούληση μιας ιθύνουσας ομάδας που γνωρίζει επειδή κυβερνά και κυβερνά επειδή γνωρίζει. Υποστηρίζω ακριβώς ότι, καταρχήν και ανεξαρτήτως του ιδιάζοντος πολιτικού περιβάλλοντος εντός τού οποίου ασκείται η δυτική ιατρική, έχει μια βαθύτερη, δομική συγγένεια με τον ολοκληρωτισμό στις πολιτικές του μορφές· και όταν ιστορικές συγκυρίες το απαιτήσουν με το πρόσχημα της «εκτάκτου ανάγκης», η εκλεκτική τους συγγένεια ωθεί στην πραγμάτωση του πιο εφιαλτικού ιστορικού σεναρίου που μπορεί κάποιος να φανταστεί: ολόπλευρη ταύτιση της ιατρικής με την πολιτική εξουσία, ανηλεής χρήση μιας ανθρώπινης «ύλης» στερημένης από κάθε υποκειμενικότητα και αυτοκαθορισμό. Ενός τέτοιου ιστορικού σεναρίου γίναμε μάρτυρες για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα, στην πρακτική μιας πολιτικής μορφής που λειτούργησε ως πηγή και μοντέλο για την ίδια την έννοια του ολοκληρωτισμού: του γερμανικού ναζισμού.2
Το πείραμα των ολοκληρωτισμών τού εικοστού αιώνα όχι μόνο δεν έληξε, όχι μόνο δεν ήταν μια ιστορική παρένθεση στην εξέλιξη των φιλελεύθερων κοινωνιών τής κεφαλαιοκρατικής αγοράς, αλλά στάθηκε απεναντίας προάγγελος των πολιτικών μορφών που οι κοινωνίες αυτές μπορούν να αναπτύξουν σε συνθήκες δομικής κρίσης τους – όπως αυτή που βιώνουμε εξακολουθητικά εδώ και λίγες δεκαετίες. Δεν είναι στις προθέσεις μου εδώ ούτε να συζητήσω τα αίτια του ολοκληρωτισμού γενικά ούτε να καταπιαστώ με το ζήτημα της παγκόσμιας κρίσης τού τρέχοντος μοντέλου παραγωγής και των αντιφατικών προοπτικών που ανοίγονται μπροστά μας σε μια τέτοια δραματική συγκυρία.3 Θέλω μόνο να δείξω με ποιον τρόπο το μάθημα του ολοκληρωτισμού διαχέεται σε όλο το εύρος τού ανεπτυγμένου καπιταλιστικού και ψηφιακά τεχνικοποιημένου κόσμου και πώς η προσφυγή στις στρατηγικές του γίνεται περίπου μονόδρομος για τις κυρίαρχες ελίτ των οποίων η επικράτηση απειλείται όχι πλέον από μαζικές επαναστατικές αναταράξεις (που δεν λείπουν οπωσδήποτε, αλλά είναι απελπιστικά διεσπαρμένες και αδύναμες σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος τού εικοστού αιώνα) αλλ’ από τις ίδιες τις ανεπίλυτες δομικές αντιφάσεις του. Και ακόμη πιο ειδικά, τον ρόλο που έχει ανάμεσα σε αυτές τις στρατηγικές η μείζων εκείνη που περιέγραψα —που έχει περιγραφεί από αρκετούς, εν πάση περιπτώσει— ως ταύτιση της ιατρικής με την πολιτική εξουσία.