Παναγιώτης Κονδύλης (στα γερμανικά: Panajotis Kondylis· 17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998)
ΠΗΓΗ: https://kondylis.wordpress.com/2008/11/24/geopolitikes/
Περίληψη
Α/ Ιστορική αναδρομή
Μέχρι
το 1920 περίπου το ελληνικό έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το
κράτος: απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις
παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της
κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση:
Αφανισμός του ελληνισμού της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά
το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945),
εκδίωξη Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (1955) και της βόρειας Κύπρου
(1974), μαζική φυγή του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου σήμερα. Και οι
καταστροφές αυτές δεν επιδέχονται αναπλήρωση: Οι σημερινές ελληνικές
παροικίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας βρίσκονται τόσο
μακριά και μέσα σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, ώστε μάλλον χρειάζονται
την ενίσχυση του ελληνικού κράτους παρά είναι οι ίδιες σε θέση να του
δώσουν ουσιαστική υλική ενίσχυση ή πνευματική ώθηση. Η θλιβερότερη ίσως
διαπίστωση: Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να
προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη
συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την
καταστροφή την προκάλεσε το πραξικόπημα που προήλθε από τη μητροπολιτική
Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές
κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή
έως ανύπαρκτη αντίδρασή τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της
Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Το ελληνικό κράτος
βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που
βρίσκεται εντός των συνόρων του.
Ενώ
το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα, η Τουρκία διήνυσε τον
αντίθετο ακριβώς δρόμο: Χάρη στη μεγάλη προσωπικότητα του Κεμάλ, η
μετάβαση από το οθωμανικό στο τουρκικό κράτος συνδέθηκε μ’ ένα
μεταρρυθμιστικό έργο, μ’ ένα νέο αίσθημα ανάτασης και με μια νέα
συλλογική μυθολογία, απ’ όπου η Τουρκία μπορεί ν’ αντλεί άμεσα ακόμα και
σήμερα. Παρέμειναν βέβαια ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού,
μουσουλμανικού λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες
περιφερειακές και αγκυλώσεις κοινωνικές. Οι εσωτερικές αυτές
αντιφάσεις όμως δεν έχουν αναγκαστικά αρνητική επίδραση στο γεωπολιτικό
δυναμικό της Τουρκίας. Σύμφωνα με το Μακιαβέλι, οι εσωτερικές τριβές
μεταβάλλονται ενίοτε σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής
εξωτερικής πολιτικής. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να
φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες,
αν καθοδηγηθούν από μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες ελίτ, αποτελούν
όργανο επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα
αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη
αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση
αυτής της πλαδαρότητας.
Αυτή
ακριβώς είναι η κρίσιμη ιστορική διαφορά ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα
και στη σημερινή Τουρκία. Η πρώτη, αφότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά
με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω
από τα σύνορά της, της λείπει δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό
πολιτικό υποκείμενο σε εγρήγορση υποχρεώνοντάς το να υπερβαίνει αδιάκοπα
τον εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους). Τέτοιοι
στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, όπου
συχνότατα η ανάγκη μετατρέπεται σε φιλοτιμία, ούτε η ευρωπαϊκή ένταξη, η
οποία στην ουσία της δεν είναι παρά η μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να
μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα
μπορούσαν ν’ αποτελούν επί μέρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση
ενός σφύζοντος γεωπολιτικού δυναμικού· υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής
συρρίκνωσης είναι απλά υποκατάστατα και σκιαμαχίες.
Και
ενώ οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιορισθεί σε μια
παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις εκπληρώνουν την
ψυχολογική λειτουργία της υπεραναπλήρωσης, η Τουρκία – ανισομερής,
αντιφατική, αλλά με ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ενέργειας –
κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς
τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς
και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες.