Το κάθε κράτος μπορεί νόμιμα –ως
ελεύθερη και χωρίς προϋποθέσεις,
εξωτερικές και εσωτερικές, έκφραση,
πραγμάτωση και αυτοπροστασία της Εθνικής
του Κυριαρχίας- να κατάσχει (σε περίπτωση
παράνομων πράξεων), να απαλλοτριώσει,
ή να εθνικοποιήσει, ημεδαπές και
αλλοδαπές, κρατικές και ιδιωτικές,
ιδιοκτησίες και επενδύσεις στην εδαφική
του επικράτεια, με αναγκαστικά κύριο
και πρωταρχικό σκοπό την διασφάλιση
και προστασία της Εθνικής του Κυριαρχίας
και γενικότερα του Δημοσίου του
Συμφέροντος (νοουμένου εδώ και με την
δευτερεύουσα οικονομική, αλλά κυρίως
με την πρωταρχική έννοια του, ήτοι αυτή
της Εθνικής του Κυριαρχίας), με ή χωρίς
αποζημίωση των πρώην ιδιοκτητών (Συντ.
1,17,106).
Ως «επενδύσεις» εδώ νοούνται αδιακρίτως
και ισότιμα, οι βιομηχανικές επενδύσεις,
οι επενδύσεις εκμετάλλευσης ορυκτού
πλούτου (concession agreements), αλλά και επενδύσεις
(δανειακών) κεφαλαίων, ήτοι χρηματικά
δάνεια με την μορφή ομολόγων, εντόκων
γραμματείων κλπ. Τα δικαιώματα αυτά
προστασίας της Εθνικής Κυριαρχίας και
Εθνικού Συμφέροντος, έχουν ενσωματωθεί
στο διεθνές δίκαιο τυπικά από το 1962
(βλ. βιβλ. Works in the UN Comission on Permanent Soevereignty
over Natural Resources & Resolution 1804 (XVII) by the UN
General Assembly on 14-12-1962) κι αποτελούν μια
τροποποίηση του «δόγματος Calvo» (Calvo`s
doctrine), το οποίο εισηγήθηκε ο Αργεντίνος
δικαστής Calvo το 1868 (στον κολοφώνα
της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης του
τρίτου κόσμου από της ευρωπαϊκές κυρίως
αποικιοκρατικές χώρες).