"H υγεία ελευθερώνει"
Ένα άρθρο του Φώτη Τερζάκη από τον, όχι και τόσο μακρινό, Δεκέμβριο του 2010.
Η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ήταν η Υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Παπανδρέου που προέκυψε μετά τις πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009. Ο πρώτος νόμος που ενεργοποίησε η κυβέρνηση του Παπανδρέου και της Υπουργού Ξενογιαννακοπούλου μετά την εκλογή της (την περίοδο που ο Παπανδρέου μεθόδευε μυστικά με τον Στρος Καν την επιβολή - τον Μάϊο του 2010 - του μνημονίου και του ΔΝΤ στην Ελλάδα) ήταν ο νόμος για την "απαγόρευση του καπνίσματος" που είχε φροντίσει να περάσει ο προηγούμενος Υπουργός Υγείας της κυβέρνησης του Κωστάκη του Καραμανλή, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος (ο διαβόητος μεγαλοπρομηθευτής των εμβολίων για τον ιό Η1Ν1), το καλοκαίρι του 2009.
Σήμερα, Νοέμβριος του 2019, η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιον, Αρ.49, Δεκέμβριος 2010
Όχι, η κυρία Ξενογιανακκοπούλου (καλή της ώρα εκεί που πήγε, τής ευχόμαστε κι ακόμη μακρύτερα) δεν είναι ναζί· το ζήτημα είναι πόσοι ναζί αξιωματούχοι ήταν άνθρωποι όπως η κα Ξενογιαννακοπούλου, με υψηλό ηθικό φρόνημα και καλές προθέσεις, αποφασισμένοι ν’ απαλλάξουν οριστικά την ανθρωπότητα από τον εκφυλισμό και τη διαφθορά, από νοσηρές έξεις, νοσηρές ιδέες, νοσηρές φυλές... Αλλά βέβαια ο προσωπικός ζήλος είναι μόνο ένας παράγοντας, και όχι ο σημαντικότερος, στη μάστιγα που εξαπλώνεται σαν καρκίνος αυτή τη στιγμή στον κόσμο, τη σαδιστική καταδίωξη του καπνίσματος και των καπνιστών. Διότι η εντολή έρχεται «άνωθεν», και τα ανδρείκελα της πολιτικής, παντού στον κόσμο, είναι υποχρεωμένα να τη μεταβιβάσουν με τη σειρά τους προς τα κάτω... Η νομοθετική απαγόρευση του καπνίσματος «δημοσίως» ξεκίνησε από τις αγγλοσαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) και τη Σκανδιναβία, εκεί ακριβώς που οι ασφαλιστικές πολιτικές ενεπλάκησαν νωρίς με ευγονικές αντιλήψεις και δράσεις (περίπτωση Σκανδιναβίας) ή το σύστημα της ασφάλισης-περίθαλψης εκχωρήθηκε ολοκληρωτικά στην κερδοσκοπία του ιδιωτικού τομέα (περίπτωση ΗΠΑ). Όταν όμως την βλέπουμε να φτάνει σε χώρες που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν μία ζώνη αντίστασης, πολιτισμικής όσο και πολιτικής, στον ατλαντικό άξονα (όπως το Ιράν και η Συρία), χώρες με ανύπαρκτο ασφαλιστικό σύστημα και υποτυπώδη υγειονομική πολιτική (όπως η Ταϊλανδη, η Κένυα, η Ινδία) είτε χώρες με μακρά κουλτούρα καπνίσματος (όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος), οι τροχιές της σχεδιάζουν ασφαλώς τον χάρτη των γραμμών εντολής και διεύθυνσης που συνιστούν το σύστημα της παγκοσμιουποιούμενης βιοεξουσίας. Όσο σημαντικό ρόλο κι αν παίζουν τα οικονομικά συμφέροντα στην ανάδυσή του, φαινεται ότι τα κίνητρα δεν είναι μόνο ––η απλώς–– οικονομικά, με τη στενή έννοια του όρου: υπάρχει ένα επιπλέον σε όλες αυτές τις ανορθολογικές απαγορεύσεις, και αυτό είναι, προφανώς, μία άσκηση καθυπόταξης και ελέγχου των πληθυσμών, ανεξαρτήτως τού κατά περίπτωσιν ειδικού της περιεχομένου.
Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια εφαρμογής το νέου ––τρίτου κατά σειράν, αν δεν απατώμαι–– και πολύ αυστηρότερου αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα, υπήρξαν, σε αντίθεση με την άκρως ανησυχητική παθητικότητα των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, αξιοσημείωτες αντιδράσεις. Πολλά αντεπιχειρήματα ακούστηκαν, εντελώς εύλογα από εμπειρική άποψη: ο παραλογισμός ενός νόμου που τροποιεί τον αμέσως προηγούμενο, μόλις ενός χρόνου, ο οποίος αφού υποχρέωσε πολλούς καταστηματάρχες σε πολυέξοδες τροποποιήσεις ώστε να διαχωριστούν οι χώροι καπνιστών και μη καπνιστών, τους ανακοινώνει τώρα ότι είναι απλώς άχρηστες· η σχιζοφρένεια μιας κρατικής πολιτικής που από τη μία πλευρά καταστέλλει με κάθε δυνατό τρόπο τον κάπνισμα, ενώ από την άλλη επιδιώκει πρόσθετα δημόσια έσοδα από την αύξηση των δασμών καπνού· το βλακωδώς ανεπίκαιρο μιας απαγόρευσης η οποία, σε στιγμές απελπιστικής οικονομικής ύφεσης θα δώσει πιθανότατα τη χαριστική βολή σε ένα σωρό μικρούς καταστηματάρχες, με ανακυκλούμενες συνέπειες στο συνολικό πεδίο τής αγοράς· η κατάφωρη επιβεβαίωση των δεσμών αίματος ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τον υπόκοσμο στην Ελλάδα, καθώς οι μοναδικές εξαιρέσεις που προβλέπει ο νέος νόμος «φωτογραφίζουν» τα καζίνα και τα σκυλάδικα· η όξυνση των ταξικών διακρίσεων αφού, όπως γίνεται ήδη στη Δυτική Ευρώπη και αλλού, η παροχή ειδικών ορόφων για καπνιστές είναι προνόμιο των πολύ ακριβών καταλυμμάτων, κοκ. Παρότι όλα ισχύουν, δεν θα ήθελα να σταθώ σ’ αυτά.
Υπάρχουν όμως και τ’ αντεπιχειρήματα των μη καπνιστών, θα πει κάποιος. Δεκαετίες τώρα οι εκλαϊκευτικοί δίαυλοι τής επιστήμης μάς βομβαρδίζουν με ανατριχιαστικές αναφορές για ολέθριες επιπτώσεις του καπνού στην υγεία, και συναγωνίζονται σε μελοδραματικότητα ειδικά όσον αφορά τη μοίρα των αθώων εκείνων θυμάτων, των «παθητικών καπνιστών» – και είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να επηρεάζονται. Δεν χρειάζεται να μπω εδώ στη συζήτηση αναφορικά με την εγκυρότητα των λόγων τής θεσμοποιημένης ιατρικής: κανένας στοιχειωδώς ενήμερος δεν αγνοεί ποιοι χρηματοδοτούν την ιατρική έρευνα στις ημέρες μας κι ελέγχουν με αναρίθμητους τρόπους τις επιστημονικές εργασίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας· και ποια στατιστική άραγε μπορεί να μετρήσει, και να βρει, τα συγκριτικά επιζήμια αποτελέσματα του ενεργητικού καπνίσματος, από τη μία πλευρά, και των ίδιων των ακριβών σκευασμάτων που η φαρμακευτική βιομηχανία, πυλώνας τής παγκόσμιας οικονομικοπολιτικής εξουσίας με όγκο κερδών συναγωνίσιμο μ’ εκείνους τής μικροηλεκτρονικής και της βομηχανίας όπλων, εξαπολύει ασταμάτητα στην αγορά εδώ και μισό αιώνα; Και αν δεχθούμε ότι το ενεργητικό κάπνισμα ενέχεται όντως, ας πούμε, στην αύξηση καρδιοπαθειών και καρκίνων, πώς μπορεί να διευκρινιστεί τί ποσοστό βλάβης είναι απευθείας συνέπεια του καπνίσματος και τί αποτέλεσμα εκείνων των συνθηκών οι οποίες οδηγούν κάποιον, υπό μορφήν ψυχικής εκτόνωσης, να καπνίζει μανιωδώς – άχαρη και βασανιστική εργασία ή απλή απελπιστική ανεργία, άθλιες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, σεξουαλική και κοινωνική ματαίωση; Και τί ποσοστό οφείλεται σε παράλληλους επιβαρυντικούς παράγοντες – ατμοσφαιρική ρύπανση, νόθευση ή μόλυνση της τροφικής αλυσίδας και των υδάτινων πόρων, υπερκατανάλωση χημικών, πυρηνικά απόβλητα, κοκ.; Καμία «έρευνα» δεν μπορεί να τα μετρήσει αυτά – κι αν μπορούσε, κανένας δεν θα την χρηματοδοτούσε: η ενοχοποίηση του καπνίσματος είναι ένας εύκολος τρόπος να παροχετευθεί η ανησυχία των ανθρώπων σε ανώδυνους δρόμους, να μην σκεφτούμε όλα εκείνα που δεν πρέπει να σκεφτόμαστε.
Κι αν ωστόσο οι στατιστικές για τις βλάβες τού ενεργητικού καπνίσματος περιέχουν μισή αλήθεια, το «παθητικό κάπνισμα» είναι ένα βολικός μύθος που μαρτυρεί, αν μαρτυρεί κάτι, τη δύναμη της συνέργειας μεταξύ πολιτικής σκοπιμότητας, ιατρικής και δημοσιογραφίας. Απλώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα ευρήματα για στατιστικά σημαντικές βλάβες από την έκθεση στο κάπνισμα άλλων, πράγμα που είναι δύσκολο να κρυφτεί. Εκείνοι που είναι σε θέση να ξέρουν, αρκούνται να μη μιλούν – τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν όλα τα άλλα. Ένας εξαιρετικά έγκυρος και κοινωνικά ευαίσθητος γιατρός από την εμπροσθοφυλακή του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας, ο Michael Fitzpatrick, αγανακτισμένος με την πολιτική των «Νεών Εργατικών» του Τόνι Μπλαιρ, και ειδικά στο πεδίο τής υγείας, το 2001 έγραψε ένα βιβλίο-καταπέλτη με τον εύγλωττο τίτλο Η τυραννία της υγείας.1 Χρησιμοποιώντας έκφράσεις τόσες οξείες όσο «κρατική παρέμβαση στην προσωπική ζωή» και «φασισμός της υγείας», στο κεφάλαιο που αφιερώνει στις πολιτικές τού καπνίσματος γράφει ενδεικτικά: «Στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά τού δημοσίου καπνίσματος, το κάπνισμα, από επιλογή όπου θέτει κανείς σε κίνδυνο τον εαυτό του, μεταμορφώθηκε σε αντικοινωνική πράξη. Ο καπνιστής δεν ήταν μόνο δέσμιος μιας αυτοκαταστροφικής έξης, αλλά και κάποιος που ρύπαινε το άμεσο περιβάλλον κι έθετε σε κίνδυνο ένα σύνολο από “αθώα θύματα” – μη καπνιστές συζύγους (συνήθως του θηλυκού φύλου), παιδιά, αγέννητα βρέφη. Το καπνισμα εκ μέρους των γονιών έφτασε να θεωρείται ελάχιστα καλύτερο από την κακοποίηση παιδιών (όντως, σύντομα έγινε σημαντικό εμπόδιο για την υιοθεσία) [...] Παρά την αυξανόμενη ιατρική (και πολιτική) συναίνεση σχετικά με τους κινδύνους τού παθητικού καπνίσματος, το θέμα παρέμεινε διαφιλονικούμενο. Ο σουηδός τοξικολόγος Robert Nilsson […] έθεσε υπό αμφισβήτηση την επιδημιολογική σημασία του [...] κατέδειξε επίσης έναν αριθμό πηγών προκατάληψης ή σύγχυσης στη διεξαγωγή και την ερμηνεία των μελετών για το παθητικό κάπνισμα [...] Σ’ ένα επικριτικό σχόλιο, ο αυστραλός επιστήμονας Raymond Johnstone σημείωνε ότι [...] “το περισσότερο που μπορεί να πει κανείς σχετικά με τη δήθεν σχέση μεταξύ παθητικού καπνίσματος και καρκίνου τού πνεύμονα είναι ότι, αν υπάρχει, είναι τόσο μικρός ώστε είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια [...] Οι ανησυχητικές εκτιμήσεις για θανάτους που μπορούν να αποδοθούν στο παθητικό κάπνισμα απορρέουν από τον πολλαπλασιασμό μικρών κινδύνων αμφίβολης εγκυρότητας με τεράστιους αριθμούς πληθυσμού – ένα αποτελεσματικό προπαγανδιστικό τέχνασμα αλλά και μια οξυδερκής στατιστική πρακτική» (σελ. 110-13 passim).
Μπορεί επί μακρόν ν’ ανταλλάσσει κανείς τέτοιου είδους εμπειρικά επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα, όμως η καρδιά τού ζητήματος δεν είναι εκεί. Είναι σε αυτό που μαρτυρεί η παρανοϊκή διεθνής εκστρατεία κατά τού καπνίσματος για τη μετάλλαξη των σύγχρονων κοινωνιών – μετάλλαξη απέναντι στην οποία καμία κοινωνία τού κόσμου, οσοδήποτε απομονωμένη, δεν έχει πλέον αντισώματα. Μιλάω για την ολοκληρωτική μετάλλαξη. O Giorgio Agamben, στοχαστής που διαβάζεται αρκετά στις ημέρες μας, στο σπουδαιότερο έργο του ––Homo Sacer2–– πιστοποιεί αυτή τη μετάλλαξη με την αφοριστική διατύπωση «Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, και όχι η πόλη [το πολιτικό μοντέλο], αποτελεί σήμερα το βιοπολιτικό παράδειγμα της Δύσης» (σελ. 276). Οι όροι «βιοεξουσία» (που χρησιμοποίησα παραπάνω) και «βιοπολιτική» προέρχονται από τον Μισέλ Φουκώ, κι επινοήθηκαν για να περιγράψουν την αυξανόμενη παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας μέχρι το ίδιο το σώμα και τις βιολογικές του λειτουργίες. Αν αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ύστερη ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, αχρηστεύοντας παλαιότερες φιλελεύθερες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στο λεγόμενο «ιδιωτικό» και το «δημόσιο», την κορυφαία του έκφραση βρήκε στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, τόπους απεριόριστου ελέγχου ακόμη και των κυτταρικών λειτουργιών, και της ίδιας τής αναπνοής των θυμάτων τους. Προεκτείνοντας την προβληματική του Φουκώ, ο Agamben επιχειρεί όχι μόνο να ορίσει τον ναζισμό βάσει αυτής της πρακτικής, αλλά και να δείξει σε ποιον βαθμό οι σύγχρονες, δημοκρατικές λεγόμενες κοινωνίες είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι τού ναζισμού, εμπνέονται από τα δικά του ιδεώδη απόλυτης κυριαρχίας πάνω στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρούν απεριόριστα κατασκευάσιμη και διαχειρίσιμη. Είναι σε όλους γνωστό πόσο ανατριχιαστικές αποχρώσεις έλαβε η έννοια της «υγείας» στη ναζιστική ρητορική· εκείνο που αποφεύγουμε να σκεφτούμε, όμως, είναι ότι συνιστά το κατ’ εξοχήν εργαλείο για τη διαχείριση, την πειθάρχηση και τον καταναγκασμό τού ανθρώπινου σώματος και, τελικά, της ανθρώπινης φύσης – αρμοδιότητα η οποία εκχωρείται, κατά φυσικό τρόπο, στους προνομιακούς χρήστες τού εν λόγω εργαλείου: την ιατρική και τους γιατρούς. Δικαίως λοιπόν ο Agamben μας δίνει ως ορισμό τού ολοκληρωτισμού την ταύτιση ιατρικής και πολιτικής. Σε μία από τις πολλές διατυπώσεις του, λέει: «Γεγονός είναι πως το εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχ σηματοδοτεί τη στιγμή στην οποία η ενοποίηση ιατρικής και πολιτικής, που αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της νεωτερικής βιοπολιτικής, αρχίζει να προσλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται ότι η κυρίαρχη απόφαση περί γυμνής ζωής μετατοπίζεται από στενά πολιτικές επιταγές και σφαίρες σε ένα περισσότερο ασαφές πεδίο, όπου ο γιατρός και ο κυρίαρχος φαίνεται ν’ ανταλλάσσουν ρόλους» (σελ. 224, υπογραμίσεις δικές μου). Από αυτή την εξόχως νεωτερική λειτουργία της πολιτικής αρχής, όχι ως απλού (μεροληπτικού ούτως ή άλλως) μεσολαβητή των κοινωνικών συγκρούσεων συμφερόντων αλλά ως καθολικού διαχειριστή τής κοινής «υγείας», όπως θα πει, «προκύπτει ένας ριζικός μετασχηματισμός τού νοήματος και των καθηκόντων της ιατρικής, η οποία ολοένα και περισσότερο ενσωματώνεται στις λειτουργίες και τα όργανα του κράτους» (σελ. 226). Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές παρεμβάσεις στη ζωή και τον θάνατο, η υγειονομική πειθάρχηση κι ο γενετικός προγραμματισμός έχουν προχωρήσει πολύ μακρύτερα σήμερα απ’ ό,τι στο εθνικοσοσιαλιστικό κράτος, όχι μόνο επειδή προσφέρονται αποτελεσματικότερες τεχνικές αλλά κι επειδή οι ανθρώπινες αντιστάσεις έχουν αμβλυνθεί απρόβλεπτα: «Στις νεωτερικές δημοκρατίες είναι δυνατό να υποστηρίξουμε δημοσίως αυτό που οι ναζιστές βιοπολιτικοί δεν τολμούσαν να πουν» (σελ. 255).
Η αντικαπνιστική διωκτική παράνοια αποκτάει όλο το νόημά της μόνο στο πραγματικό συμφραζόμενο του σύγχρονου ολοκληρωτικού βιοπολιτικού ελέγχου. Απ’ ορισμένες απόψεις είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τις ερημωτικές στρατηγικές τού ΔΝΤ και από την άγρια επίθεση της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ στον αιχμάλωτο κόσμο τής εργασίας, διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση η πολιτική εξουσία παίζει ακόμα έναν παραδοσιακότερο ––και συμβατικό–– ρόλο: παρεμβαίνει δραστικά στη δημόσια σφαίρα για να λύσει μία σοβούσα κοινωνική αντιπαράθεση, κυνικά και απροκάλυπτα, υπέρ τού ισχυρού· στην πρώτη περίπτωση όμως προχωρεί απείρως μακρύτερα, στοχεύει τις ίδιες τις ζωτικές μας λειτουργίες, τον τρόπο που ζούμε και πεθαίνουμε, στην οικονομία των απολαύσεών μας και στο πώς θα διαχειριστούμε το ίδιο μας το σώμα. Σημασία έχει όμως να καταλάβουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, τα δύο αυτά επίπεδα δεν μπορούν να διαχωριστούν. ΄Ενας παλαιότερος ορισμός τού ολοκληρωτισμού ––διατυπώθηκε, αν θυμάμαι καλά, από τον Raymond Aron, αλλά βρισκόταν σε άμεση συστοιχία με την ερμηνεία του Pollock και του Ινστιτούτου τής Φραγκφούρτης–– ήταν «η ενοποίηση πολιτικής και οικονομίας»: δηλαδή, κράτους και μεγάλων επιχειρήσεων, της δημόσιας διοίκησης, του στρατιωτικού και του βιομηχανικού τομέα. Ήδη στον ορισμό αυτόν αναγνωρίζουμε την ταυτότητα των σημερινών ισχυρότερων κρατών τού πλανήτη – και ακουλουθούν με φιλότιμα βήματα, στην ίδια κατεύθυνση, τα υπόλοιπα... Αν οι αντικαπνιστικοί νόμοι, ως μοχλός της κρατικής πολιτικής, αντανακλούν σε κάποιον αποφασιστικό βαθμό συμφέροντα των ασφαλιστικών κολοσσών (εν συγκρίσει προς τους οποίους ωχριούν οι καπνοβιομηχανίες, οργανωμένες ακόμα στα πρότυπα του πρώιμου καπιταλιστικού τομέα, και τα συμφέροντα της αγροτικής παραγωγής, πρακτικώς αμελητέα στον σύγχρονο οικονομικό σχεδιασμό), δεν είναι αυτό (μία) επαρκής ένδειξη της προϊούσας συγχώνευσης του κράτους με τις πιο επιθετικές δυνάμεις τής κεφαλαιοκρατικής αγοράς; Τυπικού γνωρίσματος του ολοκληρωτισμού, δηλαδή, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του; Και οι ομοιότητες βέβαια δεν σταματούν εδώ. Τυπικό γνώρισμα του εθνικοσοσιαλισμού ήταν επίσης μια ορισμένη ρητορική που ήξερε να εκμεταλλεύεται βαθιές αγωνίες των ανθρώπων, οξυμένες από τη βιοτική ανασφάλεια που γεννούσε η κοινωνική κρίση τού μεσοπολέμου, τις οποίες να εκτρέπει εν συνεχεία κατά φανταστικών απειλών: η αγωνιώδης εξύμνηση του σφρίγους, της παραγωγικότητας, της αιώνιας νεότητας και της ατρωσίας απέναντι στο αναπόφευκτο του θανάτου ήταν το επιδέξια σφυρηλατημένο φαντασιακό που μπορούσε να μετατρέψει τα άτομα σε αμείλικτες παραγωγικές και φονικές μηχανές – και είναι το ίδιο φαντασιακό που ενσταλάζεται σήμερα με πολύ πιο υποδόρειους τρόπους στις μάζες, ναρκωτικό στους τρόμους που γεννά η επεκτεινόμενη φτώχεια, η συρρίκνωση των κοινωνικών δεσμών και των πολιτισμικών αναφορών, η ερήμωση του περιβάλλοντος, η καταβαράθρωση κάθε νοήματος, η αδυναμία να φανταστούν καν ένα μέλλον...
Όλα τα ουσιώδη γνωρίσματα του ολοκληρωτισμού, εν ολίγοις, διασταυρώνονται στην απαγόρευση του καπνίσματος· στην παθητική αποδοχή της, αντίστοιχα, προαναγγέλλονται όλες οι μορφές φρίκης που η μοιραία υπακοή απεργάζεται αυτή τη στιγμή για την ανθρωπότητα. Τίποτα πιο αστόχαστο δεν υπάρχει από την κρυφή ικανοποίηση εκείνων που, μη καπνιστές οι ίδιοι, πιστεύουν ότι επιτέλους θ’ απαλλαγούν από μια περιττή ενόχληση, ή εκείνων που με προσποιητή αδιαφορία ––ή εγκληματική παραίτηση;–– σηκώνουν τον ώμο μουρμουρίζοντας, «στο κάτω κάτω κι εγώ ήθελα να το κόψω». Στο αριστουργηματικό, και πασίγνωστο σήμερα, θεατρικό του Ο Μπήντερμαν κι οι εμπρηστές, ο Μαξ Φρις έδωσε μία καταπληκτική αλληγορία όχι απλώς τής ανάδυσης του ναζισμού αλλά προπαντός τής συνενοχής τού λεγόμενου «κοινού ανθρώπου», που συνειδητά εθελοτυφλεί απέναντι στο επερχόμενο. Όσο παίζουν ανάβοντας σπίρτα μπροστά στα μάτια σου, και ιδίως όταν σου το δηλώνουν οι ίδιοι γελώντας, δεν πιστεύεις ότι θα βάλουν πραγματικά φωτιά στο σπίτι – μέχρι να γίνεις μαζί του παρανάλωμα... Αν υπήρχε μια θέση να δούμε την ανθρωπότητα σήμερα από τα έξω, με την ειρωνεία και τη φαιδρή αποστασιοποίηση κάποιου ο οποίος δεν κινδυνεύει ο ίδιος, που δεν είναι μαζί της στην ίδια βάρκα, όπως λέμε, θα του φαινόταν μάλλον όπως εκείνος ο μελλοθάνατος μπροστά στην κρεμάλα που, όταν ο δήμιος του λέει πως έχει καιρό αν θέλει για ένα τελευταίο τσιγάρο, απαντάει, «Όχι, ευχαριστώ... προσπαθώ να το κόψω!».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ελλ. έκδ. Πολύτροπον (Αθήνα 2004), μετ. Άσπα Γολέμη, επιμ. Β. Γεωργίου - Θ. Παπαγεωργίου.
2. Ελλ. έκδ. Scripta (Αθήνα 2005), μετ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμέλεια.-επίμετρο: Γ. Σταυρακάκης.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιον, Αρ.49, Δεκέμβριος 2010
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιον, Αρ.49, Δεκέμβριος 2010
Πηγή: poetrybar.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου