Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Ιδιωτικοποιήσεις: Ληστρική επιδρομή προς ανατολάς (του Χάνες Χόφμπαουερ)


















Αναδημοσίευση από REDNotebook

Η διεύρυνση της Ε.Ε. κατά τη δεκαετία του ’90 ακολούθησε μια θεμελιώδη οικονομική κίνηση: το πλεονάζον κεφάλαιο επιζητούσε τη διοχέτευσή του. Οι κορεσμένες αγορές της δεκαετίας του ’70, ως συνέπεια της διακοπείσας ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης ταυτόχρονα με την ακριβή για τα επιχειρηματικά συμφέροντα συμμετοχή των εργαζομένων κατά το πρότυπο των κοινωνικών εταίρων, άφηνε μόνο δύο στρατηγικές ανοιχτές για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης: τεχνολογικό και επιχειρησιακό εξορθολογισμό, όπως και επέκταση των αγορών. Οι δομικές αδυναμίες των οικονομιών κρατικού σχεδιασμού, οι οποίες κατέρρευσαν μεταξύ 1989 και 1991, πρόσφεραν από την πρώτη στιγμή ένα ευρύ πεδίο εξάπλωσης. Δεκάδες χιλιάδες εργοστάσια, αγροκτήματα, ακίνητα κι ένας ελάχιστα ανεπτυγμένος τομέας υπηρεσιών βρίσκονταν στη διάθεση των νέων ιδιοκτητών. 

Η μαγική λέξη του μεγαλύτερου κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού του 20ου αιώνα ήταν η «ιδιωτικοποίηση». Στο κλασικό λατινικό λεξικό, το ρήμα privare μεταφράζεται τόσο ως «ληστεύω» όσο και ως «απαλλάσσω από κάτι». Πράγματι, η καταλήστευση της πρότερης δημόσιας περιουσίας απάλλαξε τους καινούργιους κατόχους- τουλάχιστον για δύο δεκαετίες –από τους φόβους και τις σκοτούρες τους. Παραγωγικά πλεονάσματα βρήκαν νέες αγορές, φθηνή εργατική δύναμη συνέβαλε στη μείωση του κόστους. Η διεύρυνση προς την Ανατολική Ευρώπη αποδείχθηκε Ελντοράντο για το γρήγορο ιδιωτικό κέρδος και συγχρόνως άφησε καμένη γη για τις εθνικές οικονομίες.
 
Η δυναμική της ιδιωτικοποίησης τροφοδοτήθηκε με ένα μείγμα επενδυτικών κεφαλαίων από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ανατολική Ασία, απόλυτης ένδειας και έλλειψης κεφαλαίων στις χώρες του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΚΟΜΕΚΟΝ) και της απαιτούμενης δόσης σε ρητορική εξύμνηση της οικονομίας της αγοράς, εκ μέρους των εγχώριων αστικών τάξεων, οι οποίες είχαν χάσει επί δύο γενιές την οικονομική και πολιτική πρωτοκαθεδρία. Αυτές οι αστικές τάξεις, σε ανίερη συμμαχία με μεταστραφέντες κομματικούς αξιωματούχους και διευθυντές βιομηχανικών κοινοπραξιών, προσομοίωσαν μια κοινωνική συναίνεση σε σχέση με τη μετάβαση, η οποία δεν υπήρξε όπως παρουσιάστηκε. Μία μεγάλης έκτασης έρευνα του ινστιτούτου κοινωνικών μελετών Paul Lazarsfeld-Gesellschaft από το 1998, στην οποία το ερώτημα αφορούσε την άποψη για τον κομμουνισμό, έδειξε θετική αποδοχή μεταξύ 30% (στην Τσεχία) και 58% (στην Ουγγαρία). 

Κατά βάση, υπήρξαν πέντε τρόποι ιδιωτικοποίησης. Στην υπό διάλυση Τσεχοσλοβακία, εφαρμόστηκαν όλες μαζί παράλληλα μεταξύ του 1990 και του 1992: η ιδιωτικοποίηση με το πρότυπο της «Τρόιχαντ», δηλαδή η εκποίηση μέσω κρατικής υπηρεσίας. Η επιστροφή σε προηγούμενους ιδιοκτήτες ή τους κληρονόμους τους. Η επονομαζόμενη ιδιωτικοποίηση με κουπόνια, κατά την οποία κουπόνια που χορηγήθηκαν μαζικά, μετατράπηκαν σε ένα μετοχικό σχήμα «λαϊκής βάσης» μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία, μετά την οποία οι μετοχές αντιπροσώπευαν συμμετοχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο πλειστηριασμός κυρίως μικρότερων επιχειρήσεων και ακινήτων και η απόδοση, για παράδειγμα, κρατικών και κοινοτικών κατοικιών στους διαμένοντες ή τους ενοικιαστές. Οι πρώτες τέσσερεις μορφές ιδιωτικοποίησης έρχονταν συστηματικά σε σύγκρουση, όσο εφαρμόζονταν συγχρόνως. Συχνά, εμφανίζονταν ακόμα και κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου προσφορών παλιοί ιδιοκτήτες ή οι «λαϊκές» μετοχές προσέκοπταν σε προηγούμενους κατόχους, για να μην αναφερθούμε στις μηχανορραφίες των φαντς, τα οποία συγκροτήθηκαν γρήγορα και υπόσχονταν υψηλές αποδόσεις για αγορές κουπονιών· οι υψηλές αποδόσεις, όμως, πραγματοποιήθηκαν μόνο για τα ίδια.

Οι αποφάσεις κρατικών εταιρειών για την εκποίηση δημόσιας περιουσίας ήταν συχνά γεωπολιτικής σπουδαιότητας. Μια σύγκριση των δύο μεγαλύτερων ανατολικο-ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών μπορεί να το καταστήσει σαφές. Στην Τσεχία, επρόκειτο για ένα κεντρικό και βασικό τμήμα της εθνικής οικονομίας, τα εργοστάσια της Σκόντα στην πόλη Μλάντα Μπόλεσλαβ. Η Φολκσβάγκεν και η Ρενό μονομάχησαν για την κατακύρωση. Ως εγχώριοι μέντορες έδρασαν ο Βάτσλαβ Κλάους και ο Βάτσλαβ Χάβελ, ο πρώτος υπέρ του γερμανικού, ο δεύτερος- σύμφωνα και με την οικογενειακή παράδοση –υπέρ του γαλλικού κεφαλαίου. Ο πλειστηριασμός κατακυρώθηκε υπέρ της Φολκσβάγκεν και έγινε, κατά συνέπεια, η κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία στην Ανατολική Ευρώπη, με μονάδες στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπως και με εργοστάσια κινητήρων στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Εντελώς διαφορετικά εξελίχθηκε η ιστορία της μετάβασης για τη μεγαλύτερη βιομηχανία λεωφορείων στον κόσμο, την ουγγρική κοινοπραξία Ίκαρους. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν μέτρησε η άποψη «too big to fail». Οι συναλλαγές της κοινοπραξίας με τη Ρωσία κι άλλες ανατολικο-ευρωπαϊκές και αραβικές χώρες ήταν κάρφος στο μάτι του ΔΝΤ, διότι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από εκείνο. Η δολλαριοποίηση απέτυχε λόγω του μεγέθους και οι δυτικοί κατασκευαστές ήταν χαρούμενοι που απαλλάχθηκαν από έναν ανταγωνιστή. Η Ίκαρους δεν επιβίωσε από τον μετασχηματισμό. 

«Το άνοιγμα προς ανατολάς ήταν ένα γαλαξιακό παράθυρο για την Αυστρία και για την τράπεζα Ράϊφαϊζεν», επεσήμανε ο επικεφαλής της, Χέρμπερτ Στέπιτς, το 2005 και μ’ αυτόν τον τρόπο μίλησε για ολόκληρο τον κλάδο. Στον τομέα των τραπεζών, η ιδιωτικοποίηση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα δραστική μορφή. 70 έως 80% (υπολογισμένο με βάση το ποσό ισολογισμού) των τσεχικών και σλοβακικών τραπεζών ανήκουν σε εξωχώρια κεφάλαια· στις βαλτικές χώρες το ποσοστό είναι πάνω από 90%. UniCredit, Raiffeisen, Société Générale, Erste Bank ονομάζονται οι μεγάλοι κερδισμένοι από αυτή την εξέλιξη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, στις αλυσίδες λιανικού εμπορίου και στον ενεργειακό κλάδο. Πόσο λίγοι σχετικά εγχώριοι ιδιοκτήτες κατόρθωσαν να επωφεληθούν από τη μεγάλη ληστρική επιδρομή κατά την εποχή του μετασχηματισμού, φάνηκε με ειρωνικό τρόπο στην Ουγγαρία το 2010, όταν ο Όρμπαν ανακοίνωσε την εισαγωγή ενός ειδικού φόρου για τέσσερεις σημαντικούς κλάδους. Οι Βρυξέλλες δήλωσαν σοκαρισμένες και διαμαρτυρήθηκαν, μεταξύ άλλων επειδή αυτός ο φόρος απευθυνόταν μόνο σε εξωχώρια κεφάλαια. Διόλου παράξενο, καθώς τα εγχώρια κεφάλαια δεν αντιπροσωπεύονταν καθόλου στους συγκεκριμένους τομείς. 

Όποιος αναζητά τους χαμένους αυτής της διαδικασίας, χρειάζεται μόνο να δει τα στατιστικά στοιχεία για τους ανέργους και τις αυξήσεις των μισθών, όπως και να λάβει γνώση του πώς ξεκίνησε η μετάβαση με ένα μεγάλο κύμα απαλλοτριώσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε οι υπερπληθωρισμοί με τριψήφια ποσοστά ξεφούσκωσαν μέσα σε λίγες εβδομάδες τις υποσχέσεις των προηγούμενων καθεστώτων για μελλοντική κατανάλωση (διότι δεν ήταν τίποτε άλλο οι καταθέσεις ταμιευτηρίου). Στην Πολωνία, αυτή η «λεηλασία των χωρίς ιδιοκτησία» μαινόταν πολύ έντονα, με ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού 600%, αλλά και ο ρυθμός πληθωρισμού της Τσεχοσλοβακίας, με 60% το 1991, εξανέμισε τις καταθέσεις εν ριπή οφθαλμού. Οι σημερινοί μέσοι μισθοί, μεταξύ 350 και 800 ευρώ, έχουν σπρώξει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην παγίδα του ιδιωτικού χρέους, κάνοντάς τους να νιώσουν στο πετσί τους με τον πιο δόλιο τρόπο τα αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης.

Το άρθρο του Hannes Hofbauer, με τίτλο Raubzug durch den Osten, δημοσιεύθηκε στην αριστερή πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση Ossietzky, τεύχος 10, 30 Απριλίου 2013. Ο Hannes Hofbauer είναι ιστορικός και συνεκδότης του περιοδικού ιστορικής κοινωνικής επιστήμης, Historische Sozialkunde.

Μετάφραση από τα γερμανικά, Νίκος Σκοπλάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου