Αναδημοσίευση από REDNotebook
Ή πώς το σύστημα εξουσίας εξουδετέρωσε, προς το παρόν, τον αριστερό κίνδυνο - και οι μέρες που έρχονται
του Μιχάλη Ψημίτη
«Ένα απελευθερωτικό συλλογικό ξέσπασμα λαμβάνει χώρα και παίρνει
τον χαρακτήρα της επανιδιοποίησης του χρόνου («Επιτέλους ανασαίνουμε!
«Επιτέλους ξαναζούμε!)», αποκαθιστώντας, πολύ πέρα από τα θεσμισμένα
όρια της απλής βιολογικής ηλικίας, μια ευαίσθητη βιωματική σχέση με τη
χρονική παράμετρο, με το τώρα. Υπό την έννοια αυτή, κεντρική επιδίωξη
του θεσπισμένου συστήματος εξουσίας εντός και εκτός της χώρας είναι
πλέον μια όσο γίνεται γρηγορότερη ‘ενηλικίωση’ του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι ώστε να
αποδεχθεί το συντομότερο δυνατό τη φωνή της λογικής, τη λογική του
ρεαλισμού και να προσχωρήσει στους κατεστημένους κανόνες του παιχνιδιού.
Αυτή η ασύμβατη με τους κανόνες μορφή αριστερής πολιτικής διακυβέρνησης
που επικαλείται αξίες όπως η αξιοπρέπεια ως κριτήριο της ανθρώπινης
ευτυχίας, που αναδεικνύει την αδικία, την κοινωνική ανισότητα και την
εκμετάλλευση σε βασικές πηγές της δυστυχίας των ανθρώπων, αυτή η μορφή
πρέπει να εκφυλιστεί σε υποτακτικά σώφρονες πολιτικές, ορθολογικές
επιλογές, ώριμες πρακτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στη λογική του
νεοφιλελεύθερου ρεαλισμού οφείλει να μπει στο πετσί του ρόλου του ως
‘υπεύθυνης κυβέρνησης’ έτσι ώστε μακροπρόθεσμα να αποτραπούν επικίνδυνες
συνάψεις μεταξύ θεσμικών πολιτικών και αναγκών ‘των από κάτω’. Από την
άλλη σκοπιά, εκείνη της αριστερής ριζοσπαστικής δημοκρατίας, από τη
στιγμή που συλλαμβάνουμε την αύρα καινούργιων κινημάτων που παραμονεύουν
στις ανεξέλεγκτες πτυχές της συμβολικής μας νεότητας, έχουμε έναν πολύ
καλό λόγο για να παλέψουμε να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ‘ανώριμος’,
‘ανεύθυνος’, ‘μη ρεαλιστής’ και ‘επικίνδυνος για τη χώρα’!».
Τα παραπάνω λόγια είναι το καταληκτικό απόσπασμα ενός άρθρου που γράφτηκε πριν από πέντε μήνες,
ως μια προσέγγιση της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ της 25ης Γενάρη με
όρους ελπίδας για την ενεργοποίηση ενός βαθύτερου βιοπολιτικού
μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, σε θέση «να κλονίσει το ισχύον
πρότυπο βιοεξουσίας και ελέγχου των συνειδησιακών και συναισθηματικών
πηγών του βίου μας, καθώς και των κοινωνικών μας αντανακλαστικών».
Σήμερα, προφανώς, η νεοφιλελεύθερη λογική της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ
σε υπεύθυνη κυβέρνηση διαμέσου της γρήγορης ‘ενηλικίωσης’ επικράτησε.
Προφανώς, η ριζοσπαστική αντίληψη της ανατροπής των θεσπισμένων ρόλων
της πολιτικής ηττήθηκε (προς το παρόν). Ηττήθηκε η αξίωση ενός λαού να
ασκεί κυριαρχικά το δικαίωμα του αναπροσδιορισμού, της μεταβολής και της
αντιστροφής των επιλογών που του επιβλήθηκαν από τη νεοφιλελεύθερη
καπιταλιστική βαρβαρότητα. Προς το παρόν. Το σύγχρονο ελληνικό δράμα
εκτυλίσσεται σε μια περίοδο που οι αξίες της Αριστεράς φάνηκαν, για
πρώτη φορά μετά την εποχή του ΕΑΜ, να αγγίζουν πλατιές μάζες του
ελληνικού λαού. Η πολιτισμική επιρροή των ιδεών της Αριστεράς στη
διάρκεια των πέντε χρόνων μνημονίων και των πέντε μηνών αριστερής
κυβέρνησης γίνεται αισθητή αν αναλογιστούμε πόσο ‘εισέβαλαν’ στο
καθημερινό μας λεξιλόγιο όροι όπως ‘κοινωνική αλληλεγγύη’, ‘κοινωνική
δικαιοσύνη’, ‘αναδιανομή του πλούτου’, ‘συλλογικά αγαθά’ κοκ. Πόσο
εφαρμόστηκαν και ‘καθημερινοποιήθηκαν’ στην πράξη συλλογικές μορφές
κοινωνικής αλληλεγγύης προς τους φτωχούς, τους ανασφάλιστους και τους
μετανάστες. Φυσικά, δεν θα τολμούσα να μιλήσω για ‘αριστερή ηγεμονία’,
αλλά σε αξιόλογο βαθμό φάνηκαν να αποδυναμώνονται και να καθίστανται
μαχητές παλιές και άλλοτε στέρεες συντηρητικές προσλαμβάνουσες
παραστάσεις της κοινωνίας. Μέρος του αγοραίου προσανατολισμού των αξιών
και του καθημερινού κυνισμού των κοινωνικών σχέσεων, που χαρακτήριζαν
πολλά μέλη των υποτελών τάξεων, υποχώρησε μπροστά στη ελκυστικότητα
αριστερών ιδεών που εφαρμόζονται στην πράξη, έστω και υποτονικά, έστω
και αντιφατικά.
Κομμάτι του δράματος είναι και η εντύπωση ότι με τις τελευταίες
εξελίξεις όλα αυτά πάνε πίσω. Ότι οι αριστερές ιδέες και αξίες υποχωρούν
και πάλι, ξαναμπαίνουν στο περιθώριο. Όμως, δεν είναι ακριβώς αυτή η
δυναμική της σύγκρουσης των ιδεών, να ακολουθούν πιστά, να ‘αντανακλούν’
τις εξωτερικές πολιτικές μεταβολές, σαν να επρόκειτο απλώς για
διανοητικά εργαλεία του πολιτικού αγώνα για την κατίσχυση έναντι του
αντιπάλου. Η πολιτισμική διαπάλη αποκτά χαρακτηριστικά που σε κάποιο
βαθμό την αποσυνδέουν από τους άμεσους πολιτικούς στόχους, επειδή τη
συνδέουν περισσότερο με το ειδικό βάρος που προσλαμβάνει στη ζωή του
υποκειμένου η βιωμένη εμπειρία μιας εναλλακτικής πρακτικής που
νοηματοδοτεί διαφορετικά τον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. Εντέλει,
νοηματοδοτεί διαφορετικά την ίδια τη ζωή. Με άλλα λόγια, κάποια
πολιτισμικά ‘περάσματα’ είναι μακροπρόθεσμα ‘μονής κατεύθυνσης’, δεν
ακυρώνονται επειδή υποχωρούν οι στενά πολιτικοί όροι με τους οποίους
συνυπήρξαν στη δεδομένη συγκυρία.
Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική Αριστερά των δικτύων και των κινημάτων
μπορεί να ανασυνταχθεί σε συνθήκες κρίσης της κυβερνώσας πολιτικής
Αριστεράς; Δηλαδή, μπορεί να αναδειχθεί μια άλλη πτυχή της σχέσης μεταξύ
κινηματικής δυναμικής και αριστερής πολιτικής; Το σίγουρο είναι ότι
στην τωρινή συγκυρία προδιαγράφονται νέες συνθήκες συσχέτισης. Θα
επανέλθω σε αυτό.
Η αυτονομία του πολιτικού είναι πάντα σχετική (δυστυχώς)
Τον τελευταίο καιρό αποδείχθηκε με επώδυνο τρόπο πόσο δίκιο είχαν
εκείνοι οι θεωρητικοί του μαρξισμού που υποστήριζαν ότι το πολιτικό
χαρακτηρίζεται από σχετική αυτονομία και δεν είναι απλό εποικοδόμημα.
Ειρωνικά, η προοδευτική πολιτική (κομματική) σύνθεση διαφορετικών
απόψεων και στάσεων που πραγματοποιήθηκε κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια
ήταν επιτευγματικά πολύ ανώτερη από την αληθινή κοινωνική σύγκλιση των
αντίστοιχων συμφερόντων. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε στον πολιτικό στίβο
έναν πρόχειρο συνασπισμό ανομοιογενών και αντιφατικών κοινωνικών
συμφερόντων που, στη δεδομένη συγκυρία της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και
σε συνδυασμό με την κρίση νομιμοποίησης των εγχώριων πολιτικών υπηρετών
της, τον επέλεξαν ως κυβερνητική δύναμη για να διαχειριστεί ταυτόχρονα
αντιφατικές επιλογές: την παραμονή στο ευρώ και την έξοδο από το ευρώ,
την ‘αναζωογόνηση’ της οικονομίας που βασίζεται στην αδιαφοροποίητη
μαζική κατανάλωση και τη ριζική αναδιάρθρωση της παραγωγής και του
καταναλωτικού μοντέλου, την αναδιανομή του πλούτου και το τζιράρισμα του
χρήματος στην αγορά, τη λιτότητα και τη μεγέθυνση, τις δωρεάν
κοινωνικές υπηρεσίες και την ενίσχυση της αγοραστικής αξίας των μισθών,
τη συλλογική κατανάλωση ευρύτερα και την αύξηση των ατομικών
εισοδημάτων, την εκδοχή «μια άλλη κοινωνία είναι εφικτή» και την εκδοχή
«σε αυτή την κοινωνία ζούμε και θα ζούμε». Ο κατάλογος είναι μακρύς και
δείχνει τουλάχιστον ένα πράγμα: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ‘μέθυσε’ στην εικόνα
αυτής της συγκυριακής πολιτικής σύνθεσης, γιατί δεν είδε την έλλειψη
αληθινής κοινωνικής σύγκλισης (κοινωνικών συμμαχιών), μια έλλειψη που θα
καθιστούσε εύθραυστο το όλο οικοδόμημα στον πρώτο σοβαρό τριγμό. Αμέσως
μετά το δημοψήφισμα (πιο νηφάλια πια, υπό το βάρος των πολλαπλών
συντριπτικών πιέσεων δανειστών και εγχώριων εκπροσώπων τους) έβγαλε το
φόβο της συνείδησης ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το βάρος μιας ρήξης
για την οποία δεν είχε δουλέψει μέσα στην κοινωνία, δεν την είχε
προεικονίσει, δεν την είχε καν ενσωματώσει στον ορίζοντα της σκέψης της.
Από το αυθόρμητο μεθύσι της πολιτικής έξαρσης στην ώριμη νηφαλιότητα
της βαριάς εθνικής ευθύνης ο δρόμος αποδείχθηκε πολύ σύντομος και η
κυβέρνηση απελπιστικά κυκλοθυμική.
Η αυτονομία του πολιτικού μπορεί να είναι σχετική, όχι απόλυτη.
Μπορεί να διαπερνά οριζόντια και να ρευστοποιεί τα όρια των ταξικών
συσχετισμών και συμφερόντων μόνο στον πολιτικά πυκνό βραχυπρόθεσμο
ορίζοντα κοινωνικών πολώσεων που τείνουν σε διαδικασίες αυθόρμητης
πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Αλλά μέχρι εκεί. Μόλις η κυβέρνηση (υπό
το κράτος του φόβου) άρχισε να εκτιμά ότι αυτός ο ορίζοντας εξαντλείται
και η ίδια διακινδυνεύει να δει την κοινωνική στήριξη στο πρόσωπό της να
αποσύρεται, τότε ανακάλυψε και τα δικά της όρια αντοχής. Η μετατόπιση
από τον προοδευτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στη διάσωση της χώρας
από τη χρεωκοπία προέκυψε ‘φυσιολογικά’. Μάλιστα, η θεωρία των σταδίων
ξεσκονίστηκε για την περίσταση. Η διάσωση έγινε το στάδιο που προηγείται
του μετασχηματισμού ο οποίος απλώς μπαίνει προς το παρόν στο ψυγείο,
αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες…
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ‘θύτης’ και ‘θύμα’ μιας ταξικής πονηρίας της ιστορίας (!)
Ούτε το 36,5% που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Γενάρη ούτε το
61,3% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου μπορούν να διαβαστούν ως
ταξικά ομοιογενείς επιλογές. Φοβάμαι ότι δεν μπορούν να διαβαστούν ούτε
ως κινηματικά αποτυπώματα της ελληνικής κοινωνίας ή ‘βουβές εξεγέρσεις’.
Η εκφρασμένη λαϊκή εντολή και στις δύο περιπτώσεις ήταν ασαφής,
αμφίθυμη και αμφίρροπη. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε προέκρινε την
εντολή «έξω από τα μνημόνια και μέσα στο ευρώ» (ενώ γινόταν ολοένα και
πιο κατανοητό ότι το «έξω από τα μνημόνια» σήμαινε όλο και περισσότερο
«έξω από το ευρώ») είτε τουλάχιστον έδινε μεγάλα περιθώρια να ερμηνευθεί
με αυτό τον τρόπο. Και προφανώς έδινε τέτοια περιθώρια επειδή στην
πρώτη περίπτωση όλη η προεκλογική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί
συνειδητά με βάση αυτή την ερμηνεία της διεθνούς και ευρωπαϊκής
συγκυρίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η επιλογή του ερωτήματος του
δημοψηφίσματος ήταν διατυπωμένη εξίσου συνειδητά με τις ίδιες
προδιαγραφές αμφιρρέπειας. Οι ψηφοφόροι, στην καλύτερη περίπτωση, ήξεραν
τι απέρριπταν, αλλά δεν ήξεραν τι αποδέχονταν.
Εδώ η ευθύνη του κόμματος είναι πολύ μεγάλη. Όσο και να πείθει
πολλούς, όπως εμένα, η άποψη ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε άθελά της σε
παγίδες που αφελώς δεν μπόρεσε να διακρίνει (μια πεντάμηνη
διαπραγμάτευση εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία, ενώ τα περιθώρια
δημοσιονομικών ελιγμών και βελτίωσης των κοινωνικών δεικτών στένευαν
δραματικά εξαιτίας της εξωτερικής οικονομικής ασφυξίας και απουσίαζε
δραματικά οποιαδήποτε απόπειρα εναλλακτικού σχεδίου για το αύριο), από
την άλλη πλευρά έδειξε πως είναι σε θέση με τρόπο ανεπίτρεπτο να
εργαλειοποιεί διαδικασίες λαϊκής ετυμηγορίας και επιλογές των πολιτών
που η ίδια προκάλεσε. Πράγματι, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όσο
και αν ήταν ασαφές και αμφίθυμο επειδή περιείχε συνδυαστικά αντιφατικές
επιταγές, αναδείκνυε κάτι καθαρό: το ΟΧΙ στη συμφωνία που πρότειναν οι
δανειστές και απέρριπτε η κυβέρνηση. Αυτό το ΟΧΙ στο συγκεκριμένο
περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης συμφωνίας μετατράπηκε με μαγικό τρόπο σε
ΝΑΙ στο άγνωστο περιεχόμενο μιας άγνωστης συμφωνίας. Γιατί; Προφανώς
επειδή η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τη συντριπτική ετυμηγορία της απόρριψης
της πρότασης των δανειστών απλώς ως εργαλείο αναστήλωσης της σοβαρά
τρωθείσας πολιτικής της νομιμοποίησης. Θυμόμαστε, το δεκαήμερο πριν το
δημοψήφισμα, τις κυβερνήσεις και τις παρακυβερνήσεις που εν μια νυκτί
στηνόντουσαν και ξεστηνόντουσαν στις κάμαρες και στις παρακάμαρες των
Βρυξελλών με τις πυρετώδεις διαβουλεύσεις εξωτερικών και εσωτερικών
τροικανών και την υστερική προπαγάνδα των μιντιακών υποστηρικτών τους.
Σε εκείνο το ζοφερό κλίμα των κυνικών εκβιασμών η κυβέρνηση αποφάσισε
να αποσπάσει τη συναίνεση στο ΟΧΙ, όχι για να απορρίψει από ενισχυμένη
θέση το σχέδιο των δανειστών, αλλά ούτε καν για να αποκτήσει ένα
καινούργιο διαπραγματευτικό χαρτί στην προσπάθεια να πετύχει έναν
‘έντιμο συμβιβασμό’. Αντίθετα, προτίμησε να τη χρησιμοποιήσει για να
ανανεώσει τη λαϊκή στήριξη στην προσπάθεια να πετύχει έναν οποιονδήποτε
συμβιβασμό για να μη φτάσουμε στην ‘άτακτη χρεωκοπία’. Όμως, είναι
τουλάχιστον οξύμωρο να μιλάει έντρομη για ‘άτακτη χρεωκοπία’ τον Ιούλιο
του 2015 μια κυβέρνηση της Αριστεράς της οποίας κορυφαίο οικονομικό
στέλεχος διακήρυττε ήδη από τον Απρίλιο του 2010 ότι:
«ήρθε η ώρα να αγκαλιάσουμε αυτό που φοβόμαστε» (την χρεωκοπία), «ήρθε η
ώρα να στρέψουμε το βλέμμα στην αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας» και να
προκαλέσουμε «στάση πληρωμών του δημοσίου τώρα!», αφού «μόνο το 25% του
δημόσιου χρέους μας ανήκει στις δικές μας τράπεζες» και επομένως εμείς
πρέπει να φοβόμαστε λιγότερο τη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους και τη
στάση πληρωμών απ’ ό,τι όλοι οι υπόλοιποι (ξένες κυβερνήσεις και
επενδυτές).
Ξανά το συναίσθημα, ξανά η λογική (“no se puede vivir sin amar”, “cogito ergo sum”)
Τι μας πληγώνει περισσότερο στην παρούσα κατάσταση; Η εθνική αποτυχία
της κυβέρνησης να διαχειριστεί αποτελεσματικά το πολιτικό της κεφάλαιο
για να οδηγήσει τη χώρα σε ‘αξιοπρεπή’ συμφωνία ή η πολιτική αθέτηση του
αριστερού οράματος στο όνομα του πατριωτικού καθήκοντος να φτάσουμε
οπωσδήποτε σε μια συμφωνία εντός του ευρώ; Εξαρτάται από το ποιους
περικλείει η αντωνυμία «μας» στην αρχή της πρότασης. Έτσι και αλλιώς,
εκείνο που τίθεται υπό συζήτηση πλέον είναι ποιοι ομιλούν (και ίσως στο
όνομα ποιων) κάθε φορά που λένε ή γράφουν π.χ. «εμείς οι αριστεροί»,
«εμείς που τους ψηφίσαμε», «εμάς που μας πρόδωσαν» κοκ. Όχι για να
διαιρέσουμε, αλλά για να κατανοήσουμε κάθε φορά ποιοι είμαστε, πού
βρισκόμαστε, τι μας διαφοροποιεί, τι μας ενώνει και σε ποια βάση
μπορούμε να συνεργαστούμε με καινούργιους όρους οριζόντιας σύμπραξης.
Μια ‘συμμαχία των ταπεινωμένων’ δεν θα μας πήγαινε πολύ μακριά αν δεν
κατανοούσαμε τα πολιτικά όρια και τις πολιτικές δυνατότητες των
επιμέρους συνιστωσών της. Η ταπείνωση δεν αρκεί. Ένα αληθινά σχεσιακό
πεδίο δράσης ανοίγει για την κοινωνική Αριστερά τώρα και αυτό σημαίνει
ότι πρέπει κυριολεκτικά να χτίσουμε τις νέες δυνατότητες και να
διευρύνουμε τα πολιτικά όρια. Πόσο εύκολο είναι αυτό;
Τα πεδία συλλογικής δράσης των κοινωνικών δικτύων, των κινημάτων και
των αυθόρμητων πρωτοβουλιών που βρίσκονται στη βάση της κοινωνίας
ωθούνται τώρα να αυτονομηθούν (ξανά) από το καθαυτό πεδίο της πολιτικής
δράσης. Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η κυβερνητική του θητεία είχαν
επικίνδυνα στενέψει (από άποψη κρίσιμης μάζας και αυτονομίας) τα
περιθώρια συλλογικής δράσης σε σχέση με το κοντινό παρελθόν. Από
ιστορική άποψη, τις περισσότερες φορές τα κοινωνικά κινήματα και τα
αριστερά κόμματα εξουσίας στάθηκαν ‘συγκοινωνούντα δοχεία’, συνήθως σε
όφελος των δεύτερων, όμως η επιλογή των κινημάτων να προωθούν αυτόνομους
στόχους και να επιβάλλουν συγκρουσιακές επιλογές παρέμενε πάντοτε στη
διακριτική τους ευχέρεια. Η ριζοσπαστικοποίηση των αριστερών κομμάτων
έτεινε να απορροφά μέρος της κινηματικής δυναμικής, ενώ η
συντηρητικοποίησή τους έτεινε να την ενισχύει. Η θέση ότι μια σχέση
έντασης μεταξύ κινημάτων και αριστερών κομμάτων πρέπει σε κάθε
περίπτωση, διαρκώς και ανεξάρτητα από τις πολιτικές συγκυρίες, να
υφίσταται αποδεικνύεται σωστή. Πράγματι, τα κινήματα που υπερασπίστηκαν
τη διακριτική τους ευχέρεια και την αυτονομία τους (π.χ. σε πεδία δράσης
όπως το μεταναστευτικό και η αλληλεγγύη στους ανασφάλιστους) είναι
εκείνα που αποδείχθηκαν περισσότερο βιώσιμα από συγκρουσιακή αλλά και
διαπραγματευτική σκοπιά. Ταυτόχρονα, συγκράτησαν ανθρώπινους, υλικούς
και άυλους πόρους και επιβεβαιώθηκαν ως μακροπρόθεσμοι δρώντες που κάθε
αντίπαλος ή σύμμαχος οφείλει να λαμβάνει υπόψη στα αντίστοιχα πεδία
πολιτικής απόφασης.
Οι κοινωνικές αντιστάσεις εναντίον της νεοφιλελεύθερης νεο-αποικιακής
διακυβέρνησης που επιχειρεί να μας καταστήσει ημι-δουλοπάροικους πρέπει
να ανοιχτούν σε νέες μορφές κοινωνικής συνεννόησης και συνεργατικής
σύμπραξης. Αυτή η ‘συμβολική νεότητα’ που πριν πέντε μήνες εξερράγη μέσα
μας διά του πολιτικού πρέπει τώρα να ξαναπεράσει από την κοινωνική
συνείδηση της καθημερινής συλλογικής δράσης. Πρέπει να ενδυναμώσει τα
παλαιά υποκείμενα που επέλεξαν ή θα επιλέξουν να μην επενδύσουν όλες τις
ελπίδες στην αριστερή πολιτική μεταβολή και ταυτόχρονα να διαπεράσει
νέα υποκείμενα που στην πυκνότητα του τελευταίου πολιτικού χρόνου έγινα
βιοπολιτικοί φορείς των πολιτισμικών ‘περασμάτων’ που αναφέραμε στην
αρχή.
Κάτι τελευταίο. Τα αριστερά πολιτικά εγχειρήματα εκ των πραγμάτων δεν
μπορούν να αφήνουν αδιάφορους τους προοδευτικούς πολίτες και τα
κοινωνικά κινήματα. Γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται ή
συμμετέχουν σε αυτά. Όμως τώρα ο ριζικός αναπροσδιορισμός της σχέσης
μεταξύ της πολιτικής Αριστεράς και της κοινωνικής Αριστεράς συνιστά
συνθήκη απαράβατη για να είναι η επόμενη κρίσιμη συνάντησή τους
πραγματικά ελπιδοφόρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου